6 Φεβ 2012

Οδός Ερμού (4ο μέρος).

Η «ερμαϊκή οδός» στη συμβολή της με την «αιολική οδό» φιλοξένησε για πολλές δεκαετίες το πιο εμβληματικό καφενείο της Ελλάδας του 19ου αιώνα. Η ιστορία του ξεκινάει στα 1836, ιδρυτής και ιδιοκτήτης ένας ιταλός ονόματι Birindarelli, το δε όνομα αυτού «Bella Grecia», που δεν θα αργήσει να μετατραπεί επί το ελληνικότερον σε «Ωραία Ελλάς». Δεν είναι το πρώτο καφενείο της πόλης. Έχει προηγηθεί λίγο νωρίτερα το «Πράσινο Δένδρο», λίγο πιο κάτω, στην Ιερά Οδό, σχεδόν στη συμβολή της με την Πειραιώς. Η «Ωραία Ελλάς» είναι το καφενείο των προοδευτικών, αντίθετα το «Πράσινο Δένδρο» έχει πιο συντηρητικούς, φιλοβασιλικούς κυρίως, θαμώνες. Στο πρώτο υπάρχει τραπέζι μπιλιάρδου (το μοναδικό τότε στην Αθήνα) και οι επισκέπτες του παίζουν το νεωτεριστικό αυτό παιχνίδι, που εν μέρει παραπέμπει στις γαλλικές προοδευτικές ιδέες και την Γαλλική Επανάσταση. Στο δεύτερο οι πελάτες του δοκιμάζονται σε ένα πιο παραδοσιακό γύμνασμα, στην τοξοβολία, πίσω στην αυλή του καφενείου.


Στην «Ωραία Ελλάδα», όπως χαρακτηριστικά παρουσιάζεται στην γνωστή λιθογραφία που αναπαριστά τον χώρο, συγκεντρώνεται όλη η αντίφαση μιας υπό κατασκευή ακόμη πόλης, που από ανατολίτικο κέντρο (διότι χωριό με την ταπεινή έννοια του όρου η Αθήνα δεν υπήρξε ουδέποτε) προσπαθεί να μεταλλαχθεί σε δυτική πρωτεύουσα. Σε διπλανά τραπέζια φραγκοφορεμένοι και φουστανελάδες, στρατιωτικοί και παιδιά για τα θελήματα, λόγιοι, έμποροι, αγωνιστές του ‘21, ιταλοί καρμπονάροι κυνηγημένοι από τις βασιλικές εξουσίες της Ευρώπης, νεοφερμένοι έλληνες από τη Δύση, τη Ρωσία, την Αίγυπτο ή την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Στην «Ωραία Ελλάδα» φτιάχνεται ο πυρήνας του νεοελληνικού προοδευτισμού που την εποχή εκείνη εκφράζεται κυρίως με τα αντιοθωνικά και κατ’ επέκταση αντιβαβαυρικά και αντιβασιλικά αισθήματα των νέων, φοιτητών ως επί το πλείστον που συχνάζουν στο καφενείο.

Εδώ θα συγκεντρωθούν τον Μάιο του 1859 οι διαδηλωτές που θα καταλάβουν το Πανεπιστήμιο στην διάρκεια των «σκιαδικών» γεγονότων, στα οποία πρωταγωνιστούν οι «σκιαδιστές», που δεν είναι άλλοι από εκείνους που φορούν τα κλασικά ελληνικά ψάθινα καπέλα, τα «σκιάδια». Μ’ αυτά είχαν ταυτιστεί οι φιλελεύθεροι νέοι που ακολουθώντας τη συμβουλή του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή, δόκιμου λόγιου της εποχής και υπουργού εξωτερικών, για να βοηθήσουν την ελληνική οικονομία και την ελληνική παραγωγή, αντί να φορούν δυτικότροπα καπέλα εισαγωγής, προτιμούσαν τα ελληνικά «ψαθάκια», που κατασκευάζονταν κατά κύριο λόγο στη Σίφνο, τα λεγόμενα στην καθαρεύουσα της εποχής «σκιάδια».

Το άλλο προσωνύμιο των «σκιαδιστών» ήταν «γαριβαλδινοί» καθώς κι εκείνοι, όπως σχεδόν όλοι οι προοδευτικοί ευρωπαίοι, ταυτίζονταν με τους ιταλούς πατριώτες που υπό την στρατιωτική ηγεσία του Giuseppe Garibaldi, μάχονταν για την απελευθέρωση της Ιταλίας από τον ζυγό των Βουρβώνων στον νότο και των αυστριακών στο βορρά. Γι αυτό άλλωστε οι φιλοβασιλικοί θαμώνες του «Πράσινου Δένδρου» αποκαλούντο «αυστριακοί». Λέγεται πως αφού ο Όθωνας όρκιζε νέα κυβέρνηση συνήθιζε να βγαίνει περίπατο με την Αμαλία στην οδό Ερμού, περνώντας πάντα έξω από την «Ωραία Ελλάδα» σε ένα άτυπο τεστ δημοτικότητας των επιλογών του. Εάν ο κόσμος του καφενείου έβγαινε έξω από το κατάστημα για να χειροκροτήσει και να ζητοκραυγάσει το βασιλικό ζεύγος, φαινόταν ότι ενέκρινε την νέα κυβέρνηση. Εάν παρά την παρουσία άνακτος και ανάσσης συνέχιζε να κάθεται στα τραπέζια με καφέ ή ούζο, σήμαινε πως αποδοκίμαζε το «καινούριο κυβερνητικό σχήμα», όπως θα λέγαμε σήμερα.

Αυτά βεβαίως στην αρχή της οθωνικής περιόδου. Στα ύστερα χρόνια της βασιλείας του ο Όθων δεν θα μπορούσε ούτε καν να διανοηθεί πως θα περάσει πεζός ή χωρίς ευάριθμη συνοδεία ασφαλείας έξω από την «Ωραία Ελλάδα». Ήταν άλλωστε οι εποχές όπου τα όργανα του κατασταλτικού μηχανισμού των ανακτόρων μπορούσαν να ξυλοφορτώνουν όποιον βάδιζε ανύποπτος στον δρόμο, μόνο και μόνο επειδή φορούσε «σκιάδιον».



Στην «Ωραία Ελλάδα» λειτούργησε και το πρώτο άτυπο χρηματιστήριο της Αθήνας. Όχι στο πατάρι του καφενείου όπως εσφαλμένα λέγεται μερικές φορές. Απλώς στον πρώτο όροφο του κτηρίου, επί του οποίου στο ισόγειο στεγαζόταν η «Ωραία Ελλάς», είχε ιδρυθεί η λέσχη των εμπόρων της πόλης. Στην αρχή λειτουργούσε ως λέσχη με καθαρά ψυχαγωγικό χαρακτήρα, αλλά σιγά-σιγά παγιώθηκε και η χρήση της ως χώρου εμπορικών συναλλαγών και αγοραπωλησιών. Εκεί άρχισαν να μεταπωλούνται και τα πρώτα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, καθώς επίσης και περιορισμένος αριθμός μετοχών της Εθνικής Τράπεζας, κάποιων μικρότερων τραπεζών που έκλεισαν γρήγορα, ορισμένων ναυτιλιακών εταιριών και άλλων βιοτεχνικών ή μικρών βιομηχανικών επιχειρήσεων.

Πολλές φορές ο κόσμος που μαζευόταν για να διαπραγματευτεί, να αγοράσει ή να πουλήσει μετοχές και «ομολογίες» ήταν τόσος πολύς που δεν χωρούσε στη λέσχη. Έτσι οι συναλλαγές μεταφέρονταν κάτω στο καφενείο ή ακόμα και στον δρόμο. Κάτι τέτοιο συνέβη γύρω στα μισά της δεκαετίας του 1870, όταν οι αθηναίοι -και οι υπόλοιποι έλληνες- καταλήφθηκαν από την φρενίτιδα των μεταλλίων και αγόραζαν με πάθος μετοχές μεταλλευτικών εταιριών, κυρίως δε εκείνες των μεταλλείων του Λαυρίου μέσω των οποίων ο τραπεζίτης Ανδρέας Συγγρός έστησε την πρώτη χρηματιστηριακή φούσκα της ιστορίας του νεοελληνικού κράτους και έκανε τον μεγάλο μας στυλίστα Εμμανουήλ Ροΐδη (που κι ο ίδιος είχε χάσει τις οικονομίες του στην ίδια υπόθεση) να γράψει πως μία λίρα του Συγγρού «απαρτίζεται εκ των ακολούθων στοιχείων: Δάκρυον ορφανού 0,02 ,Στεναγμοί χήρας 0,01 ,Πείνα συνταξιούχου 0,01, Εύνοια Τούρκου 0,03, Ελαστικότης κώδικος 0,05, Νωθρότης εισαγγελέως 0,03,Ευήθεια μετόχου 0,85». Μας θυμίζει τίποτα πιο πρόσφατο; Ποιος ξέρει, πάντως η οδός Ερμού είναι ακόμα στη θέση της...





17 Οκτ 2011

Οδός Ερμού (3ο μέρος)

Η Καπνικαρέα δεν είναι το μοναδικό βυζαντινό και μεταβυζαντινό μνημείο της οδού Ερμού, της ερμαϊκής οδού καθώς θα την έγραφε ο Ροΐδης ή κάποιος άλλος λόγιος του 19ου αιώνα, όπως άλλωστε «αιολική οδό» συνήθιζαν να λένε την οδό Αιόλου. Πιο κάτω στην πλατεία στο Μοναστηράκι, δηλαδή στη συμβολή της Ερμού με την Αθηνάς, βρίσκεται η Παναγία η Παντάνασσα, άλλοτε καθολικό γυναικείου μοναστηριού που ήταν μετόχι της φημισμένης μονής Καισαριανής. Σε ένα πατριαρχικό σιγίλλιο του 1678 διαβάζουμε πως δωρίθηκε στην Καισαριανή από τον Νικόλαο Μπονεφατζή και η κατασκευή του πρέπει να έγινε στις αρχές του 17ου αιώνα. Επισκευάστηκε στα 1911, αλλά όχι με τον καλύτερο τρόπο καθώς αλλοιώθηκε η αρχική της μορφή, ειδικώς με την προσθήκη ενός δυσανάλογα μεγάλου καμπαναριού.



Ακόμα πιο κάτω στο ύψος του Θησείου, βρίσκονται οι Άγιοι Ασώματοι. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά εκκλησάκια της Αθήνας, οδόσημο και ορόσημο της περιοχής του Ψυρρή, του Θησείου και του Κεραμεικού που εικάζεται πως η αρχική του κατασκευή ανέρχεται στο τελευταίο τέταρτο του 11ου αιώνα και είχε παραμορφωθεί πάρα πολύ μέσα στους αιώνες. Στη δεκαετία του 1960 αποκαταστάθηκε στην πρώτη του μορφή, παρά τις -γύρευε γιατί- ιδιαίτερα έντονες αντιδράσεις κάποιων εκκλησιαστικών κύκλων.



Γενικώς πάντως η Ερμού είναι ο δρόμος των αλλοιώσεων, των προσθηκών και των παραμορφώσεων. Ήδη η θέση της μέσα στην πόλη είναι κάθε άλλο παρά εκεί που το αρχικό σχέδιο προέβλεπε. Με βάση το πρώτο ρυθμιστικό της Αθήνας, των αρχιτεκτόνων Σταμάτη Κλεάνθη και Έντουαρντ Σάουμπερτ, η «ερμαϊκή οδός» θα ήταν το σύνορο του κέντρου της νέας πόλης που θα αποτελούσε συνέχεια της παλαιάς. Αυτό θα γινόταν καθώς η νέα πόλη θα αναπτυσσόταν σε σχήμα ισοσκελούς τριγώνου με κορυφή τη σημερινή Πλατεία Ομονοίας, όπου θα έπρεπε - όπως μεριμνούσε το εν λόγω σχέδιο- να χτιστούν τα ανάκτορα. Η μία πλευρά του τριγώνου θα ήταν η Πειραιώς, η άλλη η Σταδίου, το ύψος του τριγώνου η Αθηνάς και υποτείνουσα, άρα νότιο όριο του νέου κέντρου η Ερμού.

Κι αυτό το σχέδιο, όπως και πολλά άλλα πράγματα στην Ελλάδα του Όθωνα (και όχι μόνο του Όθωνα δηλαδή) δεν εφαρμόστηκε στην ουσία του ποτέ. Το κέντρο της πόλης αντί για τρίγωνο απέκτησε ένα ακαθόριστο σχήμα, τα ανάκτορα αντί για την Ομόνοια χτίστηκαν στο Σύνταγμα και η Ερμού έγινε ο δρόμος που ένωσε το παλάτι με τις παράγκες στο Γκάζι...



(συνεχίζεται...)

11 Οκτ 2011

Οδός Ερμού (2ο μέρος)

Η Ερμού ξεκινά από το Σύνταγμα και καταλήγει στο Γκάζι. Για όποιον θυμάται την Αθήνα δυο-τρεις δεκαετίες πριν, αυτή και μόνο η χάραξη μοιάζει να έγινε επί τούτου για να διατρέχει όλη την κοινωνική και οικονομική διαστρωμάτωση της πόλης.




Είναι τόσο κοντά στην Ακρόπολη και ακουμπά τόσο πάνω στον Κεραμεικό που είναι σίγουρα συνδεδεμένη με την κλασική αρχαιότητα, αν και δεν είναι από τους δρόμους εκείνους, όπως η Πειραιώς ή η Ιερά Οδός που υπήρχαν και στα χρόνια του Περικλή. Είναι όμως συνδεδεμένη και με την μεταγενέστερη βυζαντινή παράδοση που στην Αθήνα (για την οποία θεωρείται εσφαλμένα πως ήταν εξόχως ασήμαντη επί βυζαντινών, φράγκων και οθωμανών - κάθε άλλο) εκφράζεται κυριότατα με εκκλησίες και μοναστήρια. Ένα από τα πιο συμβολικά βυζαντινά εκκλησάκια της πόλης βρίσκεται πάνω ακριβώς στην Ερμού. Η Καπνικαρέα, που σήμερα ανήκει στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία, χτισμένη τον 11ο αιώνα στη θέση παλαιότερου ναού που είχε ιδρύσει εκεί η νιοστή επιφανής βυζαντινή που έφερε το όνομα Ευδοκία, η Ευδοκία η Αθηναία, σύζυγος του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Μικρού. Γι αυτό και στην αθηναϊκή παράδοση ονομάζεται η εκκλησία της Βασιλοπούλας. Φαίνεται πως κι αυτός, ο πρώτος ναός που ανήγειρε η Ευδοκία, χτίστηκε πάνω σε ερείπια κάποιου άλλου αρχαίου ναού της κλασικής ή -το πιθανότερο- της ρωμαϊκής περιόδου, αφιερωμένου στην Αθηνά ή στην Δήμητρα. Πράγματι στον ναό βρίσκονται ενσωματωμένα αρχαία οικοδομικά στοιχεία, ρωμαϊκά κιονόκρανα, γλυπτά και επιγραφές. Ο ίδιος ο τρούλος του κτίσματος που ο αρχικός του ρυθμός είναι σταυροειδής μετά τρούλου, στηρίζεται σε τέσσερις κίονες με ρωμαϊκά κιονόκρανα. Αργότερα στη βόρεια πλευρά προστέθηκε παρεκκλήσι, επίσης με τρούλο, αφιερωμένο στην Αγία Βαρβάρα, ενώ πολύ μεταγενέστερη είναι η προσθήκη εξωνάρθηκα. Ο Φώτης Κόντογλου έχει ιστορήσει την εικόνα της Παναγιάς της Πλατυτέρας των Ουρανών στο ιερό της εκκλησίας, ενώ μαζί με τους μαθητές του έχει επιμεληθεί και την υπόλοιπη εικονογράφηση του ναού.

Η αλήθεια είναι πως η Καπνικαρέα λίγο έλλειψε να κατεδαφιστεί στα χρόνια του Όθωνα. Ήταν η εποχή που η Αθήνα προσπαθούσε να αποβάλει από πάνω της ο,τιδήποτε έμοιαζε μη συμβατό με το κλασικό της παρελθόν (όπως οι βυζαντινές εκκλησίες) ή με την ευρωπαϊκή της προοπτική (όπως οι "ανατολίτικοι" φοίνικες της πόλης που ξεριζώθηκαν σωρηδόν). Άλλωστε δεν είχε προλάβει ακόμη ο επίσημος ιστορικός του νεοελληνικού κράτους, ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, να συνδέσει το Βυζάντιο με την ελληνική παράδοση, σχεδόν να το βαφτίσει ελληνικό. Έτσι κάθε βυζαντινό απομεινάρι δεν περιποιούσε ιδιαίτερη τιμή στην πόλη και χάριν εξωραϊσμού έπρεπε να εξαλειφθεί. Το λίγα βυζαντινά εκκλησάκια (από τα πάρα πολλά που υπήρχαν) που σώθηκαν τελικώς το οφείλουν σε εξωτερικές παρεμβάσεις ή σε φωτισμένους αρχιτέκτονες όπως ο Λύσανδρος Καυταντζόγλου, που παρ' ότι κλασικιστής έως μυελού οστέων έδωσε μάχη για να σωθούν ορισμένα τυπικά δείγματα εκκλησιαστικής βυζαντινής αρχιτεκτονικής στην Αθήνα. Η Καπνικαρέα πάντως επιβίωσε χάρη σε παρέμβαση του -επίσης μορφωμένου και ευαίσθητου περί τα αισθητικά ζητήματα- πατέρα του Όθωνα και βασιλιά της Βαυαρίας, Λουδοβίκου. 



Μέχρι και τα χρόνια του 19ου αιώνα ο ναός ήταν συνδεδεμένος με τον οπλαρχηγό της επανάστασης του '21 Πρέντζα, που ήταν εκείνος ο οποίος κατασκεύασε το παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας. Λεγόταν μάλιστα και Παναγιά του Πρέντζα. Πάντως για την προέλευση του ονόματος Καπνικαρέα υπάρχουν τρεις εκδοχές. Η πρώτη λέει ότι οφείλεται στον κτήτορα του ναού που ήταν ο συλλέκτης του «καπνικού φόρου» (ενός φόρου που επιβαλόταν επί των κατοικημένων οικοδομών, δηλαδή επί εκείνων των κτισμάτων που η καπνοδόχος τους κάπνιζε) και είναι μάλλον η πιθανότερη, η δεύτερη υποθέτει πως το όνομα δώθηκε στην εκκλησία όταν μετά από τον εμπρησμό της Αθήνας που πραγματοποίησαν οι τούρκοι στα 1690 βρέθηκε η εικόνα της Παναγίας ακέραιη μέν, αλλά καπνισμένη. Η τρίτη εκδοχή όμως είναι πιο ενδιαφέρουσα καθώς θεωρεί πως ο όρος είναι παραφθορά του παλαιότερου ονόματος της εκκλησίας που ήταν «Καμουχαρέα» προερχόμενο από τη λέξη «καμουχά» που σήμαινε στα βυζαντινά χρόνια τα χρυσοποίκιλτα υφάσματα. Ονομάστηκε έτσι ή γιατί η εικόνα της Παναγίας ήταν περιβεβλημένη από τέτοιο ύφασμα ή διότι πολλά εργαστήρια τέτοιων υφασμάτων υπήρχαν άλλοτε εκεί γύρω. Άλλωστε ακόμη και σήμερα η περιοχή διαθέτει πλήθος εμπορικών και εργαστηρίων με αντικείμενο τα υφάσματα, διατηρώντας έτσι μια συνέχεια στον ιστορικό ρόλο της οδού Ερμού, μέσα στο πλέγμα των εμπορικών, οικονομικών και κοινωνικών δομών της πόλης που σημασιοδοτούν τις λειτουργίες των ιστορικών της δρόμων. Αυτού του είδους η συνέχεια δεν είναι κάτι που απαντάται συχνά στην Αθήνα, που μάλλον περισσότερο φημίζεται για τις -ενίοτε τραγικές- αλλαγές χρήσης και φυσιογνωμίας των δρόμων και των συνοικιών της παρά για την συνέχειά τους...



(συνεχίζεται...)

10 Οκτ 2011

Οδός Ερμού.

Η Ερμού είναι ο πιο εμβληματικός δρόμος της Αθήνας. Δεν είναι η Σταδίου με τον Κολοκοτρώνη της, ούτε η Πανεπιστημίου με την αρχιτεκτονική της, δεν είναι η Συγγρού με θέα θάλασσα, νυχτερινές πίστες και μεγάλες ταχύτητες στην κάθοδο. Δεν είναι η Πατησίων με τα καταστήματα και την ψευδαίσθηση παρισινού βουλεβάρτου, ούτε η Αθηνάς που επίσης βλέπει Ακρόπολη, θυμίζει παζάρι στην παλιά Βαγδάτη και τραγουδήθηκε απ’ τον Χατζιδάκι. Δεν είναι η Σόλωνος με τα βιβλιοπωλεία της, ούτε η Ακαδημίας με τη Λυρική Σκηνή. Τόσο εμβληματικές δεν είναι καν οι πλατείες της πόλης. Η Ομόνοια, η Κάνιγγος και το Σύνταγμα - που όπως οι περισσότερες πλατείες στις πρωτεύουσες - έχουν ζήσει μερικές δεκάδες εξεγέρσεις, κινήματα, λαοσυνάξεις και ανατροπές. Είναι η Ερμού, διότι μόνη της διασχίζει από πάνω έως κάτω όλη την νεοελληνική κοινωνική διαστρωμάτωση, από το μοντέρνο στο παραδοσιακό, από το εμβριθές στο πρόχειρο και κυρίως από το πλούσιο στο φτωχό.




Η Ερμού είναι ένας δρόμος φτιαγμένος επί τούτου, σχεδιασμένος επί χάρτου. Υπήρξε ο προβλεπόμενος εμπορικός δρόμος στα πρώτα ρυθμιστικά πολεοδομικά σχέδια της Αθήνας, εκεί λίγο πριν τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν προετοιμαζόταν να γίνει η πόλη πρωτεύουσα του κράτους. Εδώ θα συγκεντρωνόταν ο κύριος όγκος της εμπορικής δραστηριότητας των αθηναίων και τα ανάλογα καταστήματα. Γι αυτό άλλωστε και βαφτίστηκε με το όνομα του Ερμή, του ολύμπιου θεού του εμπορίου και του κέρδους, του κερδώου Ερμή. Ο Ερμής, του Ερμού κατά την καθαρευουσιάνικη εκδοχή που διατηρείται ακόμη και σήμερα, όπως και άλλα τελευταία δείγματα την καθαρεύουσας των προηγούμενων αιώνων σε διάφορες ονομασίες δρόμων. Η Βασιλίσσης Σοφίας, είναι ακόμη η «Βασιλίσσης» και όχι η «Βασίλισσας» Σοφίας, η Ευριπίδου και η Σοφοκλέους δεν είναι η «Ευριπίδη» και η «Σοφοκλή» και φυσικά η οδός «Ερμού» είναι η οδός «Ερμού» και όχι η οδός «Ερμή».



Εδώ στεγάζεται κοντά δυο αιώνες τώρα ο καταναλωτισμός των νεοελλήνων. Εδώ από τα χρόνια του Όθωνα και ύστερα ήρθαν να εγκατασταθούν εμπορικοί οίκοι «γηγενών» ή «επυλίδων» και να δώσουν την πρώτη μεγάλη κοινωνική μάχη της χώρας. Αυτή ανάμεσα στους πολίτες του πρώτου ελληνικού κράτους που έρχονταν στην πρωτεύουσα από το εσωτερικό, Μοριάς, Ρούμελη, Κυκλάδες κατά κύριο λόγο και στους έλληνες της διασποράς που ερχόμενοι από μεγάλα αστικά κέντρα της Ευρώπης όπως η Μασσαλία και η Βιέννη και της κοντινής μας Ανατολής όπως η Κωνσταντινούπολη ή η Αλεξάνδρεια, διεκδικούσαν τη συμμετοχή τους στην οικονομική ζωή του νέου κράτους. Οι αλήθεια είναι πως οι «ντόπιοι» τα εύρισκαν σκούρα με τον ανταγωνισμό των «φερτικών» που κουβαλούσαν πολλαπλάσια εμπειρία από τις αγορές των εμπορευματικά προηγμένων χωρών μέσω των οποίων έφταναν στην Ελλάδα, μια χώρα που σχεδόν μόλις έβγαινε από την οικονομία του αντιπραγματισμού και της συναλλαγής τύπου «σου δίνω πέντε οκάδες φασολάκια, δώσε μου ένα ζευγάρι τσαρούχια...».


(συνεχίζεται...)

8 Οκτ 2010

Μετά από μια βόλτα στην Αθήνα...

Η ελληνική κοινωνία έχει φτάσει στα όριά της.



Ολόκληρες γειτονιές μεγάλων πόλεων γκετοποιούνται. Η Αθήνα σε λίγο θα έχει το θλιβερό προνόμιο να είναι η μοναδική πόλη στον κόσμο με γκετοποιημένο το ιστορικό της κέντρο.


Ζούμε σε εποχή έξαρσης των μεταναστεύσεων, που έχουν πάρει πια διαστάσεις τόσο μαζικές ώστε να αλλάζουν τα δημογραφικά στοιχεία του πλανήτη. Η Ελλάδα λόγω της γεωγραφικής της θέσης δέχεται ασύγκριτα μεγαλύτερους των μεγεθών της (γεωγραφικών και οικονομικών) μεταναστευτικούς πληθυσμούς.


Η νέου τύπου μετανάστευση γιγαντώθηκε με την επικράτηση στις δύο τελευταίες δεκαετίες του πιο επικίνδυνου ακραίου καπιταλιστικού φιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης, που οδήγησε στην έσχατη εξαθλίωση δισεκατομμύρια ανθρώπους στον πλανήτη. Όσο το παγκόσμιο οικονομικό μοντέλο παραμένει ίδιο και μοναδικό τόσο περισσότεροι άνθρωποι από τον τρίτο κόσμο θα μεταναστεύουν με κάθε μέσο για να ξεφύγουν από το απόλυτο τίποτα.


Η πολιτικές επέμβασης των Η.Π.Α. δήθεν στο όνομα του πολέμου κατά της τρομοκρατίας έριξαν περισσότερο λάδι στη φωτιά και έστρεψαν μεγάλες μάζες, ειδικά από χώρες τις Κεντρικής Ασίας και της Αφρικής, στην πόρτα της εξόδου απ' τους τόπους τους.


Ένα κομμάτι του Ισλάμ, δυστυχώς το πιο σκοταδιστικό, χρησιμοποιεί προσχεδιασμένα το γυναικείο φύλο ως μηχανή αναπαραγωγής και τους μουσουλμάνους μετανάστες ως όργανα εξάπλωσης της ισλαμικής θρησκείας. Γι αυτό ακριβώς επιθυμεί την διαιώνιση της εξαθλίωσης των ισλαμικών πληθυσμών και τη συνακόλουθη μετανάστευσή τους προς τη Δύση.


Η μετανάστευση προς την Ελλάδα την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα από χώρες της Βαλκανικής, της Ανατολικής Ευρώπης και του Καυκάσου συνέτεινε στην εγκατάλειψη από τον ελληνικό λαό του ήθους της εργασίας και το πέρασμα στο ήθος της κατανάλωσης, καθώς σταδιακά όλες οι χειρωνακτικές εργασίες πέρασαν στα χέρια των μεταναστών, αλλά από την άλλη είχε και τη θετική συνέπεια της επαναπροσέγγισης με λαούς που είχαν κοινές πολιτιστικές αναφορές με τον ελληνικό και που είχαν απομακρυνθεί λόγω ιστορικών συνθηκών. Η νέα μετανάστευση από τις χώρες του Τρίτου Κόσμου φέρνει στην Ελλάδα πληθυσμούς ανθρώπων με χαώδη πολιτιστική και πολιτισμική διαφορά από τον ελληνικό λαό που δεν είναι καθόλου βέβαιο πως θα μπορέσουν να ενσωματωθούν στην ελληνική κοινωνία, τουλάχιστον στο πολύ ορατό μέλλον. Άλλωστε είναι καιρός σε αυτές τις εποχές των μαζικών μετακινήσεων πληθυσμών που ο δυτικός πολιτισμός πρέπει να αναθεωρήσει την αλαζονεία του που τον κάνει να πιστεύει ότι μπορεί να απορροφήσει τους πάντες και τα πάντα. Κάποτε το ίδιο πίστευαν και στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ύστερα ήρθε ο Μεσαίωνας. Για την ώρα πάντως στο μόνο που έχει καταφέρει να απορροφήσει τους μετανάστες η Δύση, είναι στον πολιτισμό της κατανάλωσης.


Οι μετανάστες (κάποιοι μετανάστες φυσικά και όχι όλοι,αλλά ας το πούμε επιτέλους) αύξησαν την ανασφάλεια στις γειτονιές κι αυτό γιατί αύξησαν τη μικροεγκληματικότητα, πράγμα που με τη σειρά του στέρησε από τους πολίτες (όλους τους μη εγκληματικούς πολίτες, Έλληνες και ξένους) την αμεριμνησία. Ο Αλγερινός διαρρήκτης αυτοκινήτων στερεί από τον εργαζόμενο, τον φτωχό εργαζόμενο, ένα κονδύλι της τάξεως των 300 ευρώ ανά διάρρηξη κατά μέσο όρο και ο Νιγηριανός νταβατζής έχει οικειοποιηθεί τον ζωτικό χώρο της πόλης και έχει μετατρέψει την οδό Αχαρνών σε μπουρδέλο. Αυτό είναι ευθεία επίθεση στην καρδιά της Δημοκρατίας και της Ελευθερίας του λαού. Αν φοβάσαι να βγεις απ' το σπίτι σου και αν δεν μπορείς να κυκλοφορήσεις στον δρόμο γιατί έχει μετατραπεί σε οίκο ανοχής δεν είσαι ελεύθερος και τούτο είναι μείζον πολιτικό ζήτημα.


Η κοινωνική συμπεριφορά των νέων μεταναστών είναι - για να το πω κομψά- ασύμβατη με την συμπεριφορά της υπόλοιπης κοινωνίας. Πολλές γυναίκες καλύπτουν τα πρόσωπά τους, πράγμα μειωτικό της προσωπικότητάς τους, ειδικώς εδώ στη Δύση μερικούς αιώνες μετά τον Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση. Πολλοί δεν σέβονται ούτε κατά διάνοια βασικούς κανόνες συμβίωσης όπως οι ώρες κοινής ησυχίας ή απλώς τους καλούς τρόπους (όπως εδώ τουλάχιστον τους εννοούμε) ή έστω τους κανόνες δημόσιας υγιεινής που προβλέπουν τουλάχιστον ότι δεν ουρούμε στο πεζοδρόμιο μπροστά από την είσοδο της πολυκατοικίας στην οποία μένουμε ενώ μόλις έχουμε κατέβει από το διαμέρισμά μας.


Απέναντι στη μαζική αύξηση της εισροής μεταναστών, στις αντικοινωνικές συμπεριφορές και στην μικροεγκληματικότητα ορισμένων μεταναστών το κράτος είναι ανεπαρκές. Καθόλου παράξενο. Στην Ελλάδα έχουμε ανεπαρκη παιδεία, ανεπαρκή δημόσια διοίκηση, ανεπαρκή δημόσια υγεία. Γιατί άραγε θα έπρεπε να έχουμε επαρκή μεταναστευτική πολιτική ή αστυνομία;


Η Αριστερά είναι αμήχανη απέναντι στο φαινόμενο. Ξέρει ή τουλάχιστον θα έπρεπε να ξέρει πως τα προβλήματα τα ζουν κυρίως οι άνθρωποι στις φτωχές, στις λαϊκές γειτονιές, δηλαδή εκείνοι για τους οποίους έπρεπε πρωτίστως να κόπτεται. Ξέρει ή τουλάχιστον θα έπρεπε να ξέρει πως το ήδη μελοθάνατο εργατικό κίνημα της Ελλάδας απεβίωσε οριστικά με τη μαζική είσοδο μεταναστών στη χώρα, που αντικατέστησε τον Έλληνα εργάτη με πολύ λιγότερο ταξικά συνειδητοποιημένους (πάλι για να το πω κομψά) ξένους συναδέλφους του. Ξέρει η τουλάχιστον θα έπρεπε να ξέρει ότι ο οικονομικός πρόσφυγας είναι ένας πολύ καλός εφεδρικός στρατιώτης του συστήματος. Ξέρει ή τουλάχιστον θα έπρεπε να ξέρει πως ο νταβατζής είναι πάντα νταβατζής, ο πρεζέμπορος είναι πάντα πρεζέμπορος, ο κλέφτης είναι πάντα κλέφτης. Το αν έχει έρθει κολυμπώντας από την άλλη άκρη του κόσμου δεν τον αθωώνει.


Το κακό είναι ότι ένα ανεπαρκές κράτος και μια αμήχανη αριστερά μαζί φτιάχνουν μια πολύ αποτελεσματική θερμοκοιτίδα. Ιδανική για να εκκολαφθεί το αυγό του φιδιού.

26 Απρ 2009

Το Κάστρο των Φύλλων στην Εύβοια ή "Ολίγα Τινά Περί τον Μονσίρ Λικάριο" (7).

Είδαν κι αποείδαν οι Φράγκοι ότι τον Λικάριο δεν μπορούσαν να τον κάνουν καλά πολεμικώς, δηλαδή με τη βία και μηχανεύτηκαν σχέδιο απλούστατο και (συνήθως) αποτελεσματικό ανά τους αιώνας.
Πιάνουν τους Βυζαντινούς, τους λένε, "θα τον φάει το μαύρο φίδι τον δικό σας, έχετε κάποια ένστασις επί του θέματος"; Οι Βυζαντινοί δεν πολυνοιάζονταν πλέον καθόσον ο Λικάριο τούς είχε κάνει τη δουλειά και όλη η Εύβοια (πλην Νεγκροπόντε) ήταν πια στο χέρι τους.
Λένε: "κάντε ό,τι καταλαβαίνετε, αλλά εμείς δεν μπλεκόμαστε".
_Μερσί, απήντησαν οι σιδερόφρακτοι και έγινε το ντηλ...

Ρίχνουν στον Λικάριο που -για να λέμε την αλήθεια το τραβούσε κι εκείνου η όρεξή του- νεαρά τινά ονόματι Τιορίνα, Βενετσιάνα και περπατημένη παρά το άδολον του ύφους της.
Ε ο συμπαθής Ικάριος που είχε κάνει πια τα χιλιόμετρά του, δεν ήταν και στα πρώτα νειάτα, προσεβλήθει από γεροντοέρωτα άφθονο και δεν είχε μάτια γι άλλη που λέει κι ο λαός μας.

Μίαν ωραίαν πρωΐαν η Τιορίνα ρίχνει στο "κοντινένταλ μπρέκφαστ" του Λικάριο κάτι το δηλητηριώδες. Βραδείας όμως δράσεως. Τόσο βραδείας όσο να προλάβει η ίδια να προφασιστεί δουλειές στην Χαλκίδα και να την κάνει από το Κάστρο των Φύλλων. (Στο οποίο για να πας θα πάρεις τον δρόμο που από Χαλκίδα, οδηγεί για Ερέτρια και στο Λιλάντιο Πεδίο θα στρίψεις αριστερά πάνω όπως σε στέλνουν οι σχετικές πινακίδες για Φύλλα. Θα περάσεις δυο πύργους, δίδυμους και αντικριστούς, προπύργια μάλλον του Κάστρου του Λικάριο που βρίσκονται στο αμέσως προηγούμενο χωριό, θα μπεις στα Φύλλα και βγαίνοντας από την άλλη πλευρά, αμέσως μετά το νεκροταφείο, θα δεις στ' αριστερά σου ένα μικρό δρόμο που οδηγεί ακριβώς στο κάστρο και στην υπέροχη θέα όλου του Λιλαντίου Πεδίου και του Νότιου Ευβοϊκού).

...............................................
Έτσι μάς άφησε χρόνους ο Λικάριο, προς χαρά των εχθρών του και αδιαφορία των φίλων του. Διότι -όπως λέει κι ο Τσιφόρος- έτσι είναι οι Λικάριοι, καλοί-καλοί όσο μάς κάνουν τη δουλειά μας, αλλά ύστερα μην τους είδατε και μην τους απαντήσατε, αναλώσιμοι όπως θα λέγαμε σήμερα....


(Τέλος)

27 Ιαν 2009

Το Κάστρο των Φύλλων στην Εύβοια ή "Ολίγα Τινά Περί τον Μονσίρ Λικάριο" (6).

Η δεύτερη φάπα έλαβε χώρα στη Βατώντα, δηλαδή στη σημερινή Νέα Αρτάκη που έχει κάτι ουζερί για θαλασσινά να γλύφεις τα δάχτυλά σου.

Αυτή τη φορά ήταν ο Λικάριο που αποφάσισε να επιτεθεί εναντίων του κέντρου της φράγκικης διοίκησης της Ευβοίας, της Χαλκίδας. Οι φραγκοβενετσιάνοι συνασπισμένοι ετοίμασαν αντίσταση. Ήρθαν από το πριγκιπάτο της Αχαΐας, δηλαδή του Μορέως, ήρθε ο Σιριωάννης από το Δουκάτο των Αθηνών κι ο ορθόδοξος ηγεμόνας των Νέων Πατρών, δηλαδή της Υπάτης, ο Ιωάννης ο Νόθος, συνέπραξε με του Δίφραγκους και του Βενετσιάνους και σταμάτησε τον στρατό που το Βυζάντιο έστελνε προς βοήθεια του Λικάριο στη μάχη των Φαρσάλων. Μάλιστα κατάφερε να αιχμαλωτίσει τον έναν από τους δύο Βυζαντινούς στρατηγούς, τον Συναδινό και να σκοτώσει τον άλλον, τον Καβαλλάριο.


Στη Βατώντα όμως ο μονσίρ Λικάριο σάπισε στο ξύλο τους Φράγκους και μάλιστα έπιασε αιχμαλώτους τους ηγέτες τους, τον Σιριωάννη, Δούκα των Αθηνών και τον Γκιμπέρτο ντα Βερώνα, ήτοι τον ηγεμόνα τριτημόριο της Χαλκίδας, το πρώην αφεντικό του, όταν στα νειάτα του είχε πιάσει δουλειά ο Λικάριο σαν μισθοφόρος στην αυλή του, τον ίδιον αυτόν που είχε λυσσάξει να ακυρώσει τον γάμο του Λικάριο με την Φελίζα. Τους τσακώνει και τους πάει μέχρι την Πόλη, στον αυτοκράτορα.


Και ο μεν Γκιμπέρτο έσκασε απ’ το κακό, τού ‘ρθε ένας νταμπλάς και μας άφησε χρόνους, ο δε Σιριωάννης το χειρίστηκε αλλιώς. Γέρος άνθρωπος ήταν, τα ρευματικά τον είχαν σφίξει, από χρήμα να φαν κι οι κότες, λέει «να σας σενιάρω με τριάντα χιλιάδες χρυσά νομίσματα και να μ’ αφήσετε να πάω στο σπιτάκι μου στην Πλάκα;». Τη δόξαν πολύ εμίσησαν, το χρήμα ουδείς ή το αντίθετο, δεν θυμάμαι, πάντως οι βυζαντινοί έκαναν παντελόνι τα λύτρα του Δουκός των Αθηνών και τον αμόλησαν. Ένα χρόνο μετά μας άφησε κι αυτός χρόνους, ευδοκίμως τελευτήσας.


Κλείστηκαν μετά τη Μάχη της Βατώντας οι Φράγκοι στη Χαλκίδα κι έτσι ο Λικάριο δεν κατάφερε να εκπορθήσει το Κάστρο του Νεγκρεπόντε, αλλά απ’ το γινάτι του δεν άφησε κανένα άλλο στο οποίο να μην βάλει χέρι. Βάση του έγινε του Κάστρο Λα Βίλλα, λίγα χιλιόμετρα νοτίως της πρωτευούσης του νησιού, στο Λιλάντιο Πεδίο. Εδώ οργανώθηκε και ανάγκασε τους Φράγκους να μην μπορούν να το κουνήσουν ρούπι απ’ το Νεγκροπόντε. Ούτε και κανένας άλλος δηλαδή μπορούσε να κυκλοφορήσει ελεύθερα χωρίς την άδεια του Λικάριο που από το Λα Βίλλα κουμαντάριζε όλο το νησί.

Σήμερα το χωριό που βρίσκονται τα ερείπια του κάστρου λέγεται Φύλλα. Η λέξη «Φύλλα» ίσως είναι παραφθορά του «Λα Βίλλα» ή μπορεί να συμβαίνει και το ανάποδο, η περιοχή να λεγόταν ήδη από τότε Φύλλα και οι φράγκο-ιταλόφωνοι να το μετέτρεψαν σε «Βίλλα». Να πας εκεί είναι πολύ εύκολο και η θέα απ’ το κάστρο αξίζει γύρω στα 30 χιλιάδες χρυσά νομίσματα, όσα δηλαδή έδωσε ο Δουξ της Αθήνας για να την σκαπουλάρει...

(συνεχίζεται)