26 Απρ 2009

Το Κάστρο των Φύλλων στην Εύβοια ή "Ολίγα Τινά Περί τον Μονσίρ Λικάριο" (7).

Είδαν κι αποείδαν οι Φράγκοι ότι τον Λικάριο δεν μπορούσαν να τον κάνουν καλά πολεμικώς, δηλαδή με τη βία και μηχανεύτηκαν σχέδιο απλούστατο και (συνήθως) αποτελεσματικό ανά τους αιώνας.
Πιάνουν τους Βυζαντινούς, τους λένε, "θα τον φάει το μαύρο φίδι τον δικό σας, έχετε κάποια ένστασις επί του θέματος"; Οι Βυζαντινοί δεν πολυνοιάζονταν πλέον καθόσον ο Λικάριο τούς είχε κάνει τη δουλειά και όλη η Εύβοια (πλην Νεγκροπόντε) ήταν πια στο χέρι τους.
Λένε: "κάντε ό,τι καταλαβαίνετε, αλλά εμείς δεν μπλεκόμαστε".
_Μερσί, απήντησαν οι σιδερόφρακτοι και έγινε το ντηλ...

Ρίχνουν στον Λικάριο που -για να λέμε την αλήθεια το τραβούσε κι εκείνου η όρεξή του- νεαρά τινά ονόματι Τιορίνα, Βενετσιάνα και περπατημένη παρά το άδολον του ύφους της.
Ε ο συμπαθής Ικάριος που είχε κάνει πια τα χιλιόμετρά του, δεν ήταν και στα πρώτα νειάτα, προσεβλήθει από γεροντοέρωτα άφθονο και δεν είχε μάτια γι άλλη που λέει κι ο λαός μας.

Μίαν ωραίαν πρωΐαν η Τιορίνα ρίχνει στο "κοντινένταλ μπρέκφαστ" του Λικάριο κάτι το δηλητηριώδες. Βραδείας όμως δράσεως. Τόσο βραδείας όσο να προλάβει η ίδια να προφασιστεί δουλειές στην Χαλκίδα και να την κάνει από το Κάστρο των Φύλλων. (Στο οποίο για να πας θα πάρεις τον δρόμο που από Χαλκίδα, οδηγεί για Ερέτρια και στο Λιλάντιο Πεδίο θα στρίψεις αριστερά πάνω όπως σε στέλνουν οι σχετικές πινακίδες για Φύλλα. Θα περάσεις δυο πύργους, δίδυμους και αντικριστούς, προπύργια μάλλον του Κάστρου του Λικάριο που βρίσκονται στο αμέσως προηγούμενο χωριό, θα μπεις στα Φύλλα και βγαίνοντας από την άλλη πλευρά, αμέσως μετά το νεκροταφείο, θα δεις στ' αριστερά σου ένα μικρό δρόμο που οδηγεί ακριβώς στο κάστρο και στην υπέροχη θέα όλου του Λιλαντίου Πεδίου και του Νότιου Ευβοϊκού).

...............................................
Έτσι μάς άφησε χρόνους ο Λικάριο, προς χαρά των εχθρών του και αδιαφορία των φίλων του. Διότι -όπως λέει κι ο Τσιφόρος- έτσι είναι οι Λικάριοι, καλοί-καλοί όσο μάς κάνουν τη δουλειά μας, αλλά ύστερα μην τους είδατε και μην τους απαντήσατε, αναλώσιμοι όπως θα λέγαμε σήμερα....


(Τέλος)

27 Ιαν 2009

Το Κάστρο των Φύλλων στην Εύβοια ή "Ολίγα Τινά Περί τον Μονσίρ Λικάριο" (6).

Η δεύτερη φάπα έλαβε χώρα στη Βατώντα, δηλαδή στη σημερινή Νέα Αρτάκη που έχει κάτι ουζερί για θαλασσινά να γλύφεις τα δάχτυλά σου.

Αυτή τη φορά ήταν ο Λικάριο που αποφάσισε να επιτεθεί εναντίων του κέντρου της φράγκικης διοίκησης της Ευβοίας, της Χαλκίδας. Οι φραγκοβενετσιάνοι συνασπισμένοι ετοίμασαν αντίσταση. Ήρθαν από το πριγκιπάτο της Αχαΐας, δηλαδή του Μορέως, ήρθε ο Σιριωάννης από το Δουκάτο των Αθηνών κι ο ορθόδοξος ηγεμόνας των Νέων Πατρών, δηλαδή της Υπάτης, ο Ιωάννης ο Νόθος, συνέπραξε με του Δίφραγκους και του Βενετσιάνους και σταμάτησε τον στρατό που το Βυζάντιο έστελνε προς βοήθεια του Λικάριο στη μάχη των Φαρσάλων. Μάλιστα κατάφερε να αιχμαλωτίσει τον έναν από τους δύο Βυζαντινούς στρατηγούς, τον Συναδινό και να σκοτώσει τον άλλον, τον Καβαλλάριο.


Στη Βατώντα όμως ο μονσίρ Λικάριο σάπισε στο ξύλο τους Φράγκους και μάλιστα έπιασε αιχμαλώτους τους ηγέτες τους, τον Σιριωάννη, Δούκα των Αθηνών και τον Γκιμπέρτο ντα Βερώνα, ήτοι τον ηγεμόνα τριτημόριο της Χαλκίδας, το πρώην αφεντικό του, όταν στα νειάτα του είχε πιάσει δουλειά ο Λικάριο σαν μισθοφόρος στην αυλή του, τον ίδιον αυτόν που είχε λυσσάξει να ακυρώσει τον γάμο του Λικάριο με την Φελίζα. Τους τσακώνει και τους πάει μέχρι την Πόλη, στον αυτοκράτορα.


Και ο μεν Γκιμπέρτο έσκασε απ’ το κακό, τού ‘ρθε ένας νταμπλάς και μας άφησε χρόνους, ο δε Σιριωάννης το χειρίστηκε αλλιώς. Γέρος άνθρωπος ήταν, τα ρευματικά τον είχαν σφίξει, από χρήμα να φαν κι οι κότες, λέει «να σας σενιάρω με τριάντα χιλιάδες χρυσά νομίσματα και να μ’ αφήσετε να πάω στο σπιτάκι μου στην Πλάκα;». Τη δόξαν πολύ εμίσησαν, το χρήμα ουδείς ή το αντίθετο, δεν θυμάμαι, πάντως οι βυζαντινοί έκαναν παντελόνι τα λύτρα του Δουκός των Αθηνών και τον αμόλησαν. Ένα χρόνο μετά μας άφησε κι αυτός χρόνους, ευδοκίμως τελευτήσας.


Κλείστηκαν μετά τη Μάχη της Βατώντας οι Φράγκοι στη Χαλκίδα κι έτσι ο Λικάριο δεν κατάφερε να εκπορθήσει το Κάστρο του Νεγκρεπόντε, αλλά απ’ το γινάτι του δεν άφησε κανένα άλλο στο οποίο να μην βάλει χέρι. Βάση του έγινε του Κάστρο Λα Βίλλα, λίγα χιλιόμετρα νοτίως της πρωτευούσης του νησιού, στο Λιλάντιο Πεδίο. Εδώ οργανώθηκε και ανάγκασε τους Φράγκους να μην μπορούν να το κουνήσουν ρούπι απ’ το Νεγκροπόντε. Ούτε και κανένας άλλος δηλαδή μπορούσε να κυκλοφορήσει ελεύθερα χωρίς την άδεια του Λικάριο που από το Λα Βίλλα κουμαντάριζε όλο το νησί.

Σήμερα το χωριό που βρίσκονται τα ερείπια του κάστρου λέγεται Φύλλα. Η λέξη «Φύλλα» ίσως είναι παραφθορά του «Λα Βίλλα» ή μπορεί να συμβαίνει και το ανάποδο, η περιοχή να λεγόταν ήδη από τότε Φύλλα και οι φράγκο-ιταλόφωνοι να το μετέτρεψαν σε «Βίλλα». Να πας εκεί είναι πολύ εύκολο και η θέα απ’ το κάστρο αξίζει γύρω στα 30 χιλιάδες χρυσά νομίσματα, όσα δηλαδή έδωσε ο Δουξ της Αθήνας για να την σκαπουλάρει...

(συνεχίζεται)

26 Ιαν 2009

Το Κάστρο των Φύλλων στην Εύβοια ή "Ολίγα Τινά Περί τον Μονσίρ Λικάριο" (5).

Προφανώς οι Φράγκοι μετά από όλα τούτα δεν μπορούσαν να κάτσουν με σταυρωμένα τα χέρια. Σου λέει δεν θα βγάλουμε άκρη μ’ αυτόν τον κερατά. Το σύστημα τότε λειτουργούσε ως εξής: Υπήρχε ένας ηγεμόνας κεφάλι και προεξάρχων όλων των υπολοίπων. Αυτό βεβαίως μόνο θεωρητικώς, διότι κάθε φεουδάρχης, είτε κόμης ήταν ή δούκας ή μαρκήσιος ή πρίγκηψ, είχε ουσιαστικώς απόλυτη εξουσία επί του φέουδού του.


Υπήρχε όμως μια ηθική και νομική να την πούμε υποχρέωση υπαγωγής του μικρότερου, του λιγότερου σημαντικού σε τίτλους και εδάφη, στον αμέσως μεγαλύτερό του. Έτσι όταν στα 1204 έγινε η Άλωση της Πόλης από τους Σταυροφόρους και σχηματίσθηκε η Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, δημιουργήθηκε ένα πλέγμα φεουδαρχικών σχέσεων που είχε στην κορυφή τον Φράγκο αυτοκράτορα του Βυζαντίου και κάτω από αυτόν τους τοπικούς ηγεμόνες (τον κύριο Πρίγκηψ της Αχαΐας, τον εξοχότατος κύριος Δούκα των Αθηνών, τον μικρό-Μαρκήσιο της Βοδονίτσας , τον σούπερ ουάου Βασιλιά της Θεσσαλονίκης και πάει λέγοντας σε μια ατελείωτη σειρά τοπικών ηγεμονιών) που αν και έχαιραν πλήρους αυτονομίας, είχαν την υποχρέωση να στηρίζουν τον Αυτοκράτορα και ο ένας τον άλλο. Όχι πως αυτές οι σχέσεις εξάρτησης ήταν αρραγείς και σεβαστές σαν ευαγγέλιο. Άλλωστε ήταν τόσο πολύπλοκο το κληρονομικό δίκαιο της μεσαιωνικής φεουδαρχίας, στη βάση του οποίου σχηματιζόταν η ιεραρχία, που ο καθένας μπορούσε εύκολα να αλλάξει -ή να θεωρήσει ότι οφείλει να αλλάξει- την ισχύουσα κάθε φορά δομή, προς το συμφέρον του φυσικά...






Στα χρόνια που δρούσε ο Λικάριο δηλαδή στα τέλη του 13ου αιώνα, η Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης μας είχε αφήσει χρόνους. Την είχε καθαρίσει η Αυτοκρατορία της Νίκαιας, που από την αρχή πρόβαλε σαν ο νόμιμος διάδοχος του Βυζαντινού Θρόνου και γρήγορα κατάφερε να ανασυστήσει την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι υπόλοιποι Φράγκοι όμως είχαν μείνει στην Ελλάδα και συνέχιζαν να έχουν σχέσεις αλληλεξάρτησης μεταξύ τους. Έτσι όταν είδαν κι αποείδαν με τον Λικάριο που δρούσε για λογαριασμό του Έλληνα Αυτοκράτορα της Πόλης, δηλαδή του νάμπερ ουάν εχθρού τους, μαζεύτηκαν και λένε: «Πάμε να του ρίξουμε καμιά φάπα, γιατί πολύ μας μπήκε και μας ποδοπατεί ο ερίφης...»




Η πρώτη φάπα κανονίστηκε να λάβει χώρα εν Ευβοία, στο κάστρο του Ωρεού που κρατούσε ο Λικάριο -και που φυσικά είχε πάρει απ’ τους Φράγους και τους Δίφραγκους. Τον έκλεισε μέσα ο Ντρε ντε Μπομόν, που μην ακούς που φορούσε γελοίο ονοματάκι, ήταν στρατηγός του Ντ’ Ανζού, δηλαδή των Ανδεγαυών, μιας από τις μεγαλύτερες βασιλικές φαμίλιες της Ευρώπης. Είχε μαζί του ο ντε Μπομόν και εφτά κατοστάρικα σιδηρόφρακτους με χύτρες Σεμπ για περικεφαλαίες. Εκεί λοιπόν που ήταν κλεισμένος στους Ωραιούς και όλοι περίμεναν την καρπαζιά που θα έτρωγε ο αλητήριος, κάνει μια νύχτα ένα έτσι ο Λικάριο, ξεμπουκάρει απ’ το κάστρο κι ο στρατηγός των Ντ’ Ανζού τα είδε όλα κωλυόμενα. Τους τάραξε στο σοπάκι ο Ικάριος εξ ονόματος του Αυτοκράτορος Μιχαήλ του Ήτα του Παλαιολόγου. Όσοι από τους επτακόσιους ιππότες, τον ανθό της ιπποσύνης, τη βγάλανε καθαρή, γυρίσαν άρον-άρον στα τσαρδάκια τους και απέφευγαν να συζητούν το θλιβερόν επεισόδιον...





(συνεχίζεται)

24 Ιαν 2009

Το Κάστρο των Φύλλων στην Εύβοια ή "Ολίγα Τινά Περί τον Μονσίρ Λικάριο" (4).


Στην Πόλη αυτοκρατόρευε ο Μιχαήλ (ο Η' ο Παλαιολόγος, ιδρυτής της μακροβιότερης και τελευταίας βυζαντινής δυναστείας) και ο Λικάριο του μίλησε σπαθένια.

_Μου δίνεις μερικούς νοματαίους φαντάρους κανονικούς, διότι οι δικοί μου είναι κομματάκι του σκοινιού και του παλουκιού και δεν είναι να τους εμπιστεύεσαι, να σου κάνω εγώ την Εύβοια καλοκαιρινή; Παίρνουμε στο κυνήγι τους Φράγκους και αποκαθιστώ την νομιμότηταν, ήγουν την αυτοκρατορική σου κυριαρχίαν.

_Να σου δώκω νέε μου, είπε ο Μιχαήλ, αλλά θέλω δυο πραγματάκια.

_Δηλαδής;

_Πρώτον, θά ‘χεις όση ελευθερία δράσης γουστάρεις, αλλά απαιτώ πλήρη υπακοή στο αυτοκρατορικόν στέμμα.

_Την έχεις!

_Και δεύτερον, με τ’ ονοματάκι που φοράς δεν θα πάμε μπροστά. Το «Λικάριο» μου θυμίζει λύκο και τους λύκους τους έχω για γκίνια. Θα τ’ αλλάξουμε, θα σε λέμε Ικάριο.

_Δεν πα να με λέτε και Γκόλφω. Εγώ φαντάρια και χρήμα θέλω.

_Καταλαβαίνεις, είναι πιο σικ. Θα παραγγείλω μάλιστα σε δυο τρεις πληρωμένους κοντυλοφόρους που έχω εδώ στην αυλή για χρονικογράφους να σε εξιστορήσουν ως Ικάριο.

_Ό,τι γουστάρεις. Χαλάω εγώ χατίρι στον Μιχαλάκη μου;

Και τοιουτοτρόπως ο Λικάριο έμεινε στα βυζαντινά χρονικά ως «Ικάριος». Όπως κάποτε ένας Χουάν Ραμόν Ρότσα, ποδοσφαιριστής τω επάγγελμα, εξ Αργεντινής, έγινε Μπουμπλής απ’ το Αιγάλεω... Γίνονται αυτά...



Με τον βυζαντινό στρατό λοιπόν ο Λικάριο έκανε θαύματα. Τους ρήμαξε κανονικώς τους σιδηρόφρακτους. Ένα ένα κατακτούσε όλα τα κάστρα, τα καστέλια, τα φρούρια της Ευβοίας. Αλλά ένεκα που ήτο μισοϊταλός και είναι γνωστό ότι οι Ιταλοί είναι ένας λαός «di santi e navigatori», δηλαδή ένας λαός «αγίων και ναυτικών» και επειδή για άγιος δεν φτουρούσε μία, διέπρεψε ως ναυτικός. Έδιωξε τους Βενετσιάνους Βενιέρι απ’ το Τσιρίγο, δηλαδή τα Κύθηρα, έδιωξε τους Βιάρι απ’ το Τσιριγώτο, δηλαδή τ’ Αντικύθηρα, αλλά πριν απ’ αυτό είχε τσιμπήσει και τη Σκόπελο και μάλιστα ως εξής:


Είχε άρχοντα η Σκόπελος τον Γκίζι, που πάει να πει έναν από τους Γκίζι, τον Φιλίππο (διότι ήταν και μεγάλο σόι οι Γκίζηδες). Ο συγκεκριμένος μάλιστα τόν είχε πάρει πολύ ψηλά τον αμανέ κι έλεγε και διαλαλούσε ότι είναι τόσο δυνατός που ούτε η τύχη δεν μπορεί να του κάνει ζημιά. Τ’ ακούει ο Ικάριος, περιμένει να καλοκαιριάσει για τα καλά και να του εξηγήθει έναν γκραν κομπλέ αποκλεισμό Ιούλιο μήνα. Είπαν το νερό νεράκι στην Σκόπελο, στέλνουν πρεσβεία στον Λικάριο του λένε «να σου παραδώσουμε το κάστρο, να μας δώσεις δυο νταμιτζάνες γάργαρο νεράκι;». «Ντηλ», απήντησε ο μόρτης, αλλά θα μου παραδώσετε κι αυτόν τον μάγκα τ’ αφεντικό σας που μας έλεγε ότι δεν θα τον πείραζε ούτε η τύχη.Τον έκανε ένα πακέτο λοιπόν τον Φιλίππο Γκίζι και τον έστειλε σιδηροδέσμιο στην Κωνσταντινούπολη. Μερικούς αιώνες μετά από αιχμάλωτος στην Πόλη έγινε ο Γκύζης συνοικία των Αθηνών και φωλιά οπαδών της ομάδας στην οποία έβγαζε το ψωμί του ο Μπουμπλής απ’ το Αιγάλεω... γίνονται αυτά...


(συνεχίζεται)

22 Ιαν 2009

Το Κάστρο των Φύλλων στην Εύβοια ή "Ολίγα Τινά Περί τον Μονσίρ Λικάριο" (3).

Έριξε μερικά φράγκα στο καστελάκι, άλλαξε κουφώματα, έβγαλε ένα ημιυπαίθριο στην βεράντα, σαλονάκι καινουργές, τρίψιμο τα παρκέ, ελαιοχρωματισμοί, δυο γυψοσανίδες Κνάουφ, όσο να πεις το συνέφερε λιγάκι. Με βάση τις ανακαινισμένες Ανεμοπύλες λοιπόν ο Λικάριο τό ‘ριξε στο λαμόγιεμα και στην πειρατεία και την έβγαζε μια χαρά. Έβγαινε απ’ το Κάστρο και ρήμαζε όλη την επαρχία Καρυστίας και τα περίχωρα. Ανοιγόταν και στην θάλασσα με κάτι πλεούμενα και δεν μπορούσε να περάσει απ’ τον Καφηρέα ούτε το Θωρηκτό Ποτιέμκιν χωρίς τον φόβο του. Σιγά-σιγά απέκτησε φήμη πειρατή σπουδαίου και τότε οι πειρατές -μην βλέπεις που σήμερα δεν τους έχουν σε υπόληψη και ούτε c.d. δεν μπορούν να πουλήσουν με την ησυχία τους- ήταν σπουδαία πρόσωπα. Ξηγιόντουσαν και μια δωρεά «in nomini patri, et Fili e spiritu sancti» σε κάνα μοναστήρι κι έτσι αποκτούσαν καβάτζα για να ξαποσταίνουν, προστασία για τις λουμπινιές τους και τον αμέριστο θαυμασμό των συγχρόνων τους.
Έλα όμως που το μυαλό του Λικάριο δεν μπορούσε να χωνέψει την σκαιά συμπεριφορά των Φράγκων μεγαλουσιάνων της Έγριπος. Τους το φύλαγε μανιάτικο και σκέφτηκε απλά και λογικά. Ποιος είναι στα μαχαίρια με τους Φράγκους; Το Βυζάντιο. Ποιος γουστάρει να τους σκίσει τα κολάν; Ο αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης. Ο εχθρός του εχθρού σου τι σού είναι; Φίλος! Οπότε μια μέρα λέει στη Φελίζα: «Μωρούλι, εγώ την κάνω για την «βασιλίδα των πόλεων» καθ’ ότι με φώναξε ο αυτοκράτωρ να δούμε το ματς παρέα ένεκα που πήρε 42άρα lcd. Ε, θα φάμε καμιά πίτσα, θα πιούμε καμιά μπυρίτσα, εσύ αν αργήσω κοιμήσου...» .
Έπεσε λοιπόν για ύπνο η σύζυγος του Λικάριο και το πρωί την σκούνταγε η υπηρεσία της, μια ηλικιωμένη Προβιγκιανή που την μεγάλωσε τη Φελίζα από βρέφος, δεν έλεγε να ξυπνήσει με τίποτα.
_Σήκω μωρή γαϊδάρα και πήγε δώδεκα η ώρα!
Μιλιά η Φελίζα...
_Σήκω μωρή και έχουμε ν’ απλώσουμε τραχανά!
Τσιμουδιά η Φελίζα
_Σήκω μωρή συφοριασμένη που τό ‘χεις ρίξει στα τσίπουρα αποβραδίς και ξυπνημό δεν έχεις!
Λέξη η Φελίζα!
_Σήκω μωρή σαν ποθαμένη κοιμάσαι!
Έλα όμως που δεν ήταν σαν «ποθαμένη», ήταν αποθαμένη εντελώς και αμετακλήτως.
Τώρα πως συνέβη συμβάν τόσο τραγικόν και δυστυχές δε μαρτυρά η Ιστορία. Κι εγώ όχι πως θέλω να πω και να κακολογάω και να αφήνω υπονοούμενα, αλλά όσο νά ‘ναι τά ‘χε πια τα χρονάκια της η Φελίζα και ικανή περιουσία κατέλειπεν και -εδώ που τα λέμε- και την πιο ωραία Φελίζα και τον πιο ωραίο Φελίζο αν έχεις στο κρεβάτι σου, μετά από χίλιες νύχτες τον βαριέσαι και λες «το λαχείο κλήρωσε, πάμε γι άλλα».


(συνεχίζεται...)

20 Ιαν 2009

Το Κάστρο των Φύλλων στην Εύβοια ή "Ολίγα Τινά Περί τον Μονσίρ Λικάριο" (2).

Με τον έρωτα λοιπόν να τους βρίσκεται εν αφθονία, ωραίαν τινά πρωίαν η Φελίζα γύρισε και είπε στον Λικάριο: «Ξέρεις μάτια μου, νομίζω πως πρέπει η σχέση μας να εξελιχθεί.» Ακριβώς όπως λέει και στην μέρες μας το 90 τοις εκατό των δεσποινίδων και εννοεί «ξέρεις μπορεί να είμαι πυρηνικιά φυσικός με δεκαεπτά μάστερ και σαράντα δύο διδακτορικά, μπορεί να είμαι πρόεδρος εξήντα πέντε διεθνών οργανισμών, μπορεί να είμαι κουκλάρα και πάμπλουτη, αλλά το μόνο που πραγματικά έχω ονειρευτεί στη ζωή μου είναι να ντυθώ νυφούλα.»
Ο Λικάριο άλλο που δεν ήθελε. Σου λέει, αν υπανδευτώ την λεγάμενη αυτομάτως γίνομαι κύριος του ενός τριτημορίου της Ευβοίας και τότε μάγκες ποιος με πιάνει. Αλλά επειδή οι υπόλοιποι ευγενείς, μπορεί να ήταν ευγενείς, δεν έτρωγαν όμως κουτόχορτο, την παίρνουν χαμπάρι τη δουλειά. Και ναι μεν ο Λικάριο με την Φελίζα ηνώθησαν κρυφίως με τα ιερά του γάμου δεσμά, πλην το αρχοντολόι φρύαξε και από ‘δω τό ‘χε, από ‘κει τό ‘χε, κάτι ενστάσεις υπέβαλε, κάτι προσφυγές στο κονκλάβιο των καθολικών επισκόπων κάτι παραστάσεις στο Συμβούλιο της Επικρατείας, κάτι έτσι κάτι αλλιώς, το έβγαλε άκυρο το μυστήριο ένεκα ο γαμπρός ευγενούς μεν, αλλά πολύ ταπεινούς καταγωγής και οπωσδήποτε εξ έτι ταπεινοτέρων ελατηρίων ορμώμενος.
Ο Λικάριο τα πήρε, πήρε και την συμβία (πλέον) Φελίζα και την έκανε για Νότια Εύβοια ακολουθώντας της σχετικές πινακίδες από Χαλκίδα. Πέρασε το Λιλάντιο Πεδίο, την Ερέτρια, την Αμάρυνθο και μετά το Αλιβέρι έστριψε για κάτω προς Στύρα. Από ‘κει Μαρμάρι και τέλος πάλι πίσω στα μέρη της Καρύστου πού ‘χε γεννηθεί. Η Φελίζα είχε ζαλιστεί απ’ τις στροφές, αλλά ο Λικάριο που είχε πάρει μαζί του καμιά εκατοστή κωλοπαιδαράδες (με το αζημίωτο φυσικά καθόσον η σύζυγος από μπαγιόκο είχε άφθονο) την έπεσε σ’ ένα ανεμοδαρμένο κάστρο καβοντορίτικο που το έλεγαν «ανεμοπύλες» και το καβάτζωσε νά ‘χει να πορεύεται και να μη γυρίσει να του πει αύριο η γυναίκα ότι τον πήρε ξεβράκωτο κι αλανιάρη και τον έκανε με τα λεφτά της άνθρωπο.


(συνεχίζεται)

19 Ιαν 2009

Το Κάστρο των Φύλλων στην Εύβοια ή "Ολίγα Τινά Περί τον Μονσίρ Λικάριο" (1).


«Στην Κάρυστο» λέει ο Νίκος Τσιφόρος στο «Εμείς και οι Φράγκοι» »φυσάει ένας βοριάς καβοντορίτικος που σηκώνει ζωέμπορους και γύρω-γύρω από τα περιβόλια φυτεύουνε κυπαρίσσια για να φυλάξουνε τις λεμονιές. Και λοιπόν, ημέραν τινά, στη χώρα κάτω απ’ το Κοκκινόκαστρο, μπήκε σ’ ένα σπίτι η μαμή κυρία Αντζελίνα και τράβηξε απ’ το κεφάλι ένα αγοράκι. Τ’ αφαλόκοψε, τό ‘πλυνε με νερόξυδο και το παράδωσε στη μανούλα του. Κι άμα πέρασε καιρός το ράντισε ένας φλάρος και το όνομα αυτού Λικάριο.»
Αυτός ο Λικάριο, γιός ενός ασήμαντου βιτσεντίνου ή γενουάτη ή βερονέζου ιππότη και μιας εξ ίσου ασήμαντης ελληνίδας προέκυψε μεγάλη τσογλαναρία. Τόσο που μόλις μεγάλωσε ολίγον ο πατέρας του τού έδωσε κάποιο χαρτζιλίκι και τόνε σούταρε κανονικά από το σπίτι.
Πάλι ο Τσιφόρος περιγράφει τα τελευταία λόγια που άκουσε ο Λικάριο από τον πατέρα του ως εξής:
«Βρε μούλε του κερατά, του είπε, εγώ είμαι ευγενούς καταγωγής και μ’ έχεις κάνει ρεζίλη με τη διαγωγή σου. Πάρε τούτα τα λεφτά και φύγε, πήγαινε όπου διάολο θέλεις να μη σε ξαναδούν τα μάτια μου και να ησυχάσουμε εγώ κι μάνα σου καθόσον έχοντας κι άλλα παιδιά δεν θα φάμε τη ζωή μας μαζί σου.»
Ο Λικάριο έφυγε για την πρωτεύουσα της Ευβοίας, το Νεγκρεπόντε, αυτή δηλαδή που σήμερα τη λέμε Χαλκίδα. Νταραβερίστηκε στην αγορά, ποιος ξέρει τι έκανε για να τη βγάζει, πάντως -ένεκα ευγενούς, έστω και πέμπτης διαλογής, καταγωγής- στάθηκε πολύ καλός στην χρήση των όπλων. Κάτι τέτοια μαγκάκια είναι χρήσιμα «δια την τάξην και την ευνομία» σε κάθε κύριο και κόμη και δούκα και αυθέντη κάστρου και φέουδου και σινιορίας, σε κάθε «εξουσιαστή» όπως θα λέγαμε στις μέρες μας. Έτσι ο Λικάριο διορίστηκε, σίγουρο μεροκαματάκι μήνας μπαίνει-μήνας βγαίνει, στην ένοπλη φρουρά του Γκιμπέρτο ντα Βερώνα, δηλαδή του άρχοντα της Χαλκίδας και του ενός τρίτου της Ευβοίας, διότι όταν έβαλαν πόδι για τα καλά στο νησί οι Φράγκοι, το χώρισαν σε τρία κομμάτια και τρεις διαφορετικοί άρχοντες, «τριτημόριοι» όπως λέγονται στην Ιστορία, πήραν από ένα κομμάτι.
Ο Λικάριο, από πατέρα Ιταλό και μάνα Ελληνίδα ήταν -όπως άλλωστε όλα τα προϊόντα επιμειξίας- πολύ ωραίο παιδί. Κορμί γυμναστηρίου, μάτι εργαλείο και βλέμμα θανατηφόρο, σαρκώδη χείλη, μαυρισμένος στα σωστά σημεία, μοδάτος αρκετά για να χορεύει απαράμιλλα, να λέει ανέκδοτα, να κάνει σκι στην Αράχωβα το χειμώνα και «ξεσκί» στη Μύκονο το καλοκαίρι.
Συνέπεσε δε στο κάστρο του Νεγκρεπόντε να ζει και η Φελίζα ή Φελίσα .
Προσφάτως χηρεύσασα ένεκα του θανάτου του συζύγου της Φερζότο, ετέρου «τριτημορίου» της Ευβοίας, πράγμα που σημαίνει ότι η χήρα κατείχε το δικαίωμα νομής και εξουσίας του 30% του ευβοϊκού εδάφους που βεβαίως θα μπορούσε να παραδώσει στον επόμενο σύζυγό της ως προίκα.
Ο Λικάριο που επιβίωσε περιπλανώμενος στα βουνά και στα λαγκάδια, που την έβγαλε καθαρή από κάτι μαχαιροβγάλτες στην αγορά, που είχε φάει στο μπαρμπούτι όλη την περιφέρεια Στερεάς Ελλάδος, σιγά μη δεν έπεφτε στην Φελίζα. Ξηγήθηκε «μια βαθειά υπόκλιση ένα χειροφίλημα», έστειλε έντεκα κόκκινα τριαντάφυλλα μέσω interflora, την έβγαλε για δείπνο στο ΠιλΠουλ και την άκουσε υπομονετικά και προσποιούμενος τρελό ενδιαφέρον να μιλάει για τον εαυτό της επί τρεισήμισι ώρες, ε... με τα πολλά , παρά το ταπεινό της καταγωγής του την τουμπάρισε. Άπαξ δε και την τουμπάρισε, η χηρεύσασα έφαγε καψούρα τελική, διότι εκτός του παρουσιαστικού του ο Λικάριο -ως φημολογείται- ήταν και υπερπροικισμένος και μηχανή του σεξ...


(συνεχίζεται...)

14 Ιαν 2009

Ένα Κάστρο που το Έλεγαν Λουλούδι (6)



Λέει το τραγούδι: «λουλούδι της Μονεμβασιάς και κάστρο της Αθήνας και Παλαμήδι τ’ Αναπλιού...» αριθμώντας έτσι εκείνα που θεωρούσαν σημαντικά κάστρα οι άνθρωποι της εποχής. Και κατά μία εκδοχή το σωστό δεν είναι «λουλούδι», ούτε «λελούδι», αλλά «λαλούδι» από τη ρίζα «Λα» που σημαίνει πέτρα και δηλώνει το κάστρο. Όπως και να είναι η Μονεμβασιά, έμεινε να λέγεται λουλούδι, όχι μόνο για αυτό, αλλά και γιατί στο κάστρο της άνθιζαν πάντα οι πιο όμορφοι μενεξέδες του Μοριά, τόσο που οι Τούρκοι συνήθιζαν να αποκαλούν τον τόπο «Μενεξέ Καλεσί», δηλαδή Κάστρο των Μενεξέδων.
Δεν ξέρω πόσο νερό χρειάζεται ο μενεξές για ν’ ανθίσει, αλλά στην Μονεμβασιά το νερό ήταν ανέκαθεν δυσεύρετο. Η πόλη ζούσε αποκλειστικά από τα ύδατα των βροχών γι αυτό και ένα από τα πιο καίρια αρχιτεκτονικά στοιχεία των σπιτιών του κάστρου είναι οι στέρνες που απαντώνται με άπειρα ονόματα, «γιστέρνα», «κιστέρνα», «τσιστέρνα», όλα από το ιταλικό «cisterna» που σημαίνει δεξαμενή.
Η Μονεμβασιά με τις 40 κάποτε εκκλησίες έχει την σημαντικότερη εξ αυτών στην κεντρική πλατεία της Κάτω Πόλης, στο «κανόνι», όπως τη γνωρίζουν όλοι εξ αιτίας ενός κανονιού που στέκει στη μέση της. Είναι ο ναός του Ελκόμενου Χριστού, από την εικόνα του «ελκόμενου» με τον σταυρό Ιησού, που υπήρχε εκεί και που ο Ισαάκιος Κομνηνός αφαίρεσε για να στείλει στην Κωνσταντινούπολη. Το αντίγραφό της που φτιάχτηκε τον 14ο αιώνα, το έκλεψαν στα 1979. Πρόσεξε τη διαφορά: αν είσαι ο Ισαάκιος Κομνηνός «ΑΦΑΙΡΕΙΣ» εικόνες, αν είσαι ένα απλό λαμόγιο χωρίς αυτοκρατορικούς τίτλους, απλώς τις «ΚΛΕΒΕΙΣ». Ο «Ελκόμενος» πάντως υπήρξε ο μεγαλύτερος μητροπολιτικός ναός του 12ου αιώνα και σήμερα η πλατεία του σφύζει από ζωή καθ’ ότι εδώ καταλήγουν οι περισσότεροι τουρίστες για να χαρούν την ωραία θέα προς τη θάλασσα στα νοτιοδυτικά και να φωτογραφηθούν καβάλα στο κανόνι, που παλαιότερα θα είχε σίγουρα γνωρίσει πιο σοβαρές χρήσεις.
Απέναντι απ’ τον Ελκόμενο είναι το μουσείο της Μονεμβασιάς, που λειτουργεί στο κτίριο που βρισκόταν κάποτε το τζαμί της πόλης. Παλιότερα όταν μια θρησκεία έδιωχνε μια άλλη για να εγκατασταθεί έπαιρνε τους ιερούς χώρους της παλιάς και τους έκανε δικούς της χώρους λατρείας . Ο Παρθενώνας έγινε ναός της Παναγιάς, η Αγιά Σοφιά στην Πόλη μουσουλμανικό τέμενος και πάει λέγοντας. Σήμερα όλα αυτά έχουν γίνει μουσεία. Αυτό δεν είναι το πολιτικώς ορθόν;
Στην Μονεμβασιά, προερχόμενος από σχετικά εύπορη οικογένεια, γεννήθηκε κι ο Γιάννης Ρίτσος. Με το που μπαίνεις στο κάστρο ανεβαίνεις στ’ αριστερά μερικά σκαλιά και βρίσκεσαι στο σπίτι του. Εκεί και η προτομή του. Αν σκεφτείς ότι ο Ρίτσος είναι ο σημαντικότερος Μονεμβασίτης του 20ου αιώνα, θα μπορούσαν να την έχουν στήσει και σε εμφανέστερο σημείο...
Όταν ο Ρίτσος ήταν παιδί, δηλαδή τις πρώτες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα, πέρασε από τη Μονεμβασιά ο Φώτης Κόντογλου. Βρήκε το κάστρο σχεδόν έρημο και τον τόπο να ρημάζει. Θα έγραφε πως η Μονεμβασιά ξεψυχά , αλλά θυμήθηκε ότι το ίδιο είχε γράψει και κάποιος περιηγητής που είχε έρθει εδώ 50 χρόνια νωρίτερα, οπότε -σκέφτηκε ο Κόντογλου- «αφού πενήντα χρόνια ξεψυχά κι ακόμα δεν παρέδωσε, ας μην πω κι εγώ το ίδιο».
Τώρα πια το μέρος κάθε άλλο παρά ρημάζει. Σήμερα είναι ένας από τους σταθερότερους τουριστικούς προορισμούς της χώρας. Για να «ξεψυχά» λοιπόν ούτε λόγος, τώρα αν χάνει την ψυχή της, αυτό είναι άλλη κουβέντα...

13 Ιαν 2009

Ένα Κάστρο που το Έλεγαν Λουλούδι (5)



Η πιο αληθινή Μονεμβασιά βρίσκεται στην Άνω Πόλη. Για να τη δεις θα περπατήσεις 15 με 20 λεπτά σε ανηφορικό μονοπάτι που κάποτε ήταν λιθόστρωτο- σίγουρα περισσότερο λιθόστρωτο απ’ όσο σήμερα. Στο δρόμο δεν θα βρεις σπουδαία σκιά και θα κουραστείς οπωσδήποτε. Όταν φτάσεις στην κορυφή θα βρίσκεσαι στα 350 μέτρα πάνω από τη θάλασσα, ενώ από τον περίβολο της ερειπωμένης Αγίας Σοφίας που χτίστηκε από τον Ανδρόνικο Κομνηνό , ανάμεσα στα 1287 και στα 1328 και βρίσκεται στο βόρειο άκρο του βράχου, μπορείς να δεις μέχρι και τα βουνά της Κρήτης. Δύσκολα θα φύγεις από ‘δω. Πολύ δύσκολα! Και ακόμα δυσκολότερα δεν θα επιστρέψεις. Μπορεί να υπάρχουν και ομορφότερα μέρη στον κόσμο, μπορεί να υπάρχουν και πολύ πιο εντυπωσιακά, αλλά οπωσδήποτε πιο άμεσο δεν έχω δει (και έχω δει πολλά...). Εδώ νομίζεις ότι όλα σου μιλάνε, κουβέντα κανονική, εντελώς ανθρώπινη. Η θάλασσα, ο βράχος, οι πέτρες, τα χταράκια (όπως έλεγε η γιαγιά μου τις πέτρινες αναβαθμίδες), τα αγκάθια, ο ουρανός, οι φραγκοσυκιές, ο Ανδρόνικος Κομνηνός για τον οποίο είπαν ότι αν η Αυτοκρατορία μπορούσε να σωθεί, αυτός ήταν ο κατάλληλος για να το κάνει... Έτσι κι αλλιώς όμως δεν μπορούσε πια να σωθεί...

(συνεχίζεται)

12 Ιαν 2009

Ένα Κάστρο που το Έλεγαν Λουλούδι (4)


Σήμερα η Μονεμβασιά χωρίζεται σε Κάστρο και Γέφυρα. Κάστρο λέγεται φυσικά ο οικισμός της παλιάς καστροπολιτείας και Γέφυρα ή Νέα Μονεμβασιά εκείνος που αναπτύχθηκε τα πρόσφατα χρόνια στην ηπειρωτική ακτή.

Ο δεύτερος είναι αδιάφορος, όχι άσχημος, ούτε φυσικά και όμορφος. Απλώς αδιάφορος, αν και πρακτικός καθώς λειτουργεί ως κέντρο εμπορικό και υπηρεσιών της περιοχής. Εδώ μπορείς να βρεις τράπεζες, αστυνομία, λιμεναρχείο, συμβολαιογραφείο, υποθηκοφυλακείο, κάποιες ακόμα δημόσιες υπηρεσίες και πολλά εμπορικά καταστήματα αρκετά εκ των οποίων είναι προσανατολισμένα στην πώληση παραδοσιακών προϊόντων του τόπου, όπως τα χαρακτηριστικά -και πολύ νόστιμα- αμυγδαλωτά Μονεμβασιάς. Γενικώς δώστε βάση στα παραδοσιακά γλυκά της περιοχής. Η Μονεμβασιά είναι ίσως το μέρος της Πελοποννήσου με τη μεγαλύτερη ποικιλία τοπικών γλυκισμάτων.

Το δε Κάστρο είναι μαγικό. Ένας από τους μαγικότερους οχυρούς οικισμούς της Ελλάδας και οπωσδήποτε ο εντυπωσιακότερος και λόγω μεγέθους και λόγω της ατμόσφαιρας που τον περιβάλλει. Από τα σπάνια σημεία στην Ελλάδα που σου δίνουν την αίσθηση ότι μπορεί να συναντήσεις σε κάποιο δρόμο, ενώ ανεβαίνεις μερικά σκαλιά, στη γωνία ενός πέτρινου χαλάσματος ή επάνω στα τείχη, έναν ιππότη της Βουργουνδίας, κάποιον μεθυσμένο βενετσιάνο ναυτικό, μια γενοβέζα εταίρα, έναν βυζαντινό δομέστικο ή κάποιον μουσουλμάνο έμπορο υφασμάτων απ’ τ’ Αϊβαλί.
Η Μέση Οδός των βυζαντινών παραμένει ως και σήμερα ο δρόμος της αγοράς και το σημείο αναφοράς όλου του οικιστικού ιστού του κάστρου. Γεμάτος μαγαζιά δεξιά κι αριστερά, όλα καλοφτιαγμένα, όλα ανακαινισμένα με απόλυτο σεβασμό στην αρχιτεκτονική ταυτότητα της Μονεμβασιάς, όλα με πολύ καλές υπηρεσίες και προϊόντα, όλα όμορφα και όλα ακριβά.
Το καλοκαίρι αυτή η Μέση Οδός είναι ιδιαιτέρως πολυσύχναστη και ο εχέφρων ταξιδιώτης θα αποφύγει να έρθει εδώ τους μήνες αιχμής, αν και η καστροπολιτεία είναι ένα από τα λίγα τουριστικά μέρη με δωδεκάμηνη σεζόν, οπότε μην περιμένεις να την βρεις ποτέ άδεια. Να ξέρεις πάντως πως ακόμα και τον Δεκαπενταύγουστο αν περάσεις, μπορείς αφού διασκεδάσεις με τις κυρίες που προσπαθούν να περπατήσουν στο κεντρικό καλντερίμι με ψηλοτάκουνη γόβα, να κατέβεις δύο στενά πιο κάτω ή δύο πιο πάνω. Θα είσαι μόνος σου. Είναι γνωστό πως οι άνθρωποι και τα μυρμήγκια έχουν ένα κοινό, πάνε ο ένας πίσω από τον άλλο, αν στρίψεις λίγο, θα βγεις απ’ τη σειρά και θα υποστείς τις συνέπειες, δηλαδή θα βρεις την ησυχία που ζητούσες.

Σήμερα η Μονεμβασιά θεωρείται (και είναι οπωσδήποτε) μέρος για ερωτευμένους ή για όσους θέλουν να ερωτευθούν. Η νιοστή ειρωνεία της Ιστορίας, δύσκολο να την υποθέσουν όσοι για αιώνες έπεφταν πολιορκώντας τα τείχη της ή όσοι υπέφεραν πολιορκημένοι μέσα σ’ αυτά. Τι είπε ο μελλοθάνατος; «Κάποτε θα τα θυμόμαστε όλα αυτά και θα γελάμε»; Ε, αυτό κάνει τώρα η Μονεμβασιά...


(συνεχίζεται)

Ένα Κάστρο που το Έλεγαν Λουλούδι (3)

Στην Μονεμβασιά, από ποικιλίες σταφυλιών της περιοχής φτιαχνόταν εκείνους τους καιρούς και ο «μονεμβασίτης οίνος». Διάσημος, ίσως ο διασημότερος και εκλεκτότερος της εποχής, αναφέρθηκε ακόμα και στα έργα του Σέξπιρ. Σήμερα συναντάμε τον όρο «Malvasia» σε οίνους με Ονομασία Προελεύσεως που παράγονται στη Βόρεια Ιταλία, αλλά κανείς πραγματικά δεν γνωρίζει πως φτιαχνόταν το κρασί της Μονεμβασιάς στα χρόνια του Μεσαίωνα. Ο μύθος του πάντως παραμένει ισχυρός ως τις μέρες, όπου έχει κανείς δύο τρόπους για να φτάσει στη Μονεμβασιά. Ακτοπλοϊκώς και οδικώς όπως έλεγαν οι παλιοί. Ακτοπλοϊκώς μόνο το καλοκαίρι και μόνο με ιπτάμενα δελφίνια.84 ναυτικά μίλια απ’ τον Πειραιά είναι η απόσταση. Οδικώς όλο το χρόνο και μέσα από πολλές εναλλακτικές διαδρομές.
Αν ξεκινάς από την Αθήνα με μοναδικό σκοπό να φτάσεις τότε η κλασική διαδρομή Αθήνα-Κόρινθος-Τρίπολη-Σπάρτη-Μολάοι-Μονεμβασιά είναι η πιο σύντομη λύση. Το δρομολόγιο αυτό μέχρι την Τρίπολη προσφέρει την άνεση των αξιοπρεπών αυτοκινητοδρόμων Αθήνας-Ισθμού και Κορίνθου-Τριπόλεως. Από εκεί και κάτω είναι λιγότερο άνετο, αλλά πολύ πιο όμορφο. Το κομμάτι Τρίπολη-Σπάρτη, ημιορεινό που σε πολλά του σημεία περιβάλλεται από όμορφη φύση και από αυτό που η δασκάλα της Πρώτης Δημοτικού αποκαλούσε «ωραίο τοπίο». Ο δρόμος είναι σημαδεμένος με άπειρα εικονοστάσια, και με τρία μνημεία για τα θύματα τριών διαφορετικών ομαδικών εκτελέσεων στη διάρκεια της Κατοχής. Οι δύο από αυτές έγιναν στο Μονοδέντρι. Είναι γνωστό άλλωστε πως η περιοχές του Ταΰγετου και του Πάρνωνα υπήρξαν σημαντικότατα κέντρα ανάπτυξης του εθνικοαπελευθερωτικού αντάρτικου από το Ε.Α.Μ.
Από τη Σπάρτη και μετά πέφτεις στον κυρίως λακωνικό κάμπο και την κοιλάδα του Ευρώτα και μέσα από ελαιώνες και περιβόλια γεμάτα «φαιδράς πορτοκαλέας» περνάς από Σκάλα, Βλαχιώτη και φτάνεις στους Μολάους. Από εδώ η Μονεμβασιά απέχει λίγο κι αν έχεις χρόνο-που γιατί να μην έχεις;- θα είναι καλό να χαθείς στα μικρά επαρχιακά δρομάκια που οδηγούν από το ένα στο άλλο χωριό της περιοχής. Δεν έχουν κάτι το ιδιαίτερο, αλλά είναι η πιο αξιόπιστη απεικόνιση του σύγχρονου μεσογειακού τοπίου της ελληνικής επαρχίας. Τα πληγώνουν μόνο κάτι οικοδομές στα πιο αταίριαστα σχήματα (και χρώματα), αλλά θα βρεις και πολλά πέτρινα με την τετράριχτη κεραμοσκεπή, το διαχρονικότερο σύμβολο της λαϊκής αγροτικής αρχιτεκτονικής. Γι αυτά τα μέρη, συχνά όμοια σε όλη την Πελοπόννησο, έγραψε ο Γκάτσος.
Αν ξεκινάς (πάλι από την Αθήνα) με σκοπό να ταξιδέψεις τότε διάλεξε τη διαδρομή που πάει από την ανατολική ακτή της Αρκαδίας, την Κυνουρία, και φτάνει στο Λεωνίδιο. Από εκεί για να περάσεις τον Νότιο Πάρνωνα και να φτάσεις στη Μονεμβασιά έχεις πολλές επιλογές, όλες μέσα από εξαιρετικές ορεινές διαδρομές. Άνοιξε τον χάρτη, διάλεξε και πάρε (την μακρύτερη...) είναι όλες υπέροχες και περνάν από εκπληκτικά χωριά σαν τον Κοσμά , το Μαρί, τα Πελετά, τη Ρηχειά και άλλα πολλά όλα πανέμορφα. Θα δεις εικόνες σαν αυτή:



Στην επιστροφή πάλι από την ίδια περιοχή διάλεξε έναν άλλο δρόμο και πρόσεξε μόνο όταν σταματάς για να κοιτάξεις τα βουνά και τη θάλασσα του Μυρτώου να μην αφήνεις τ’ αυτοκίνητο πάνω στη στροφή. Έτσι κι αλλιώς το Μεγάλο Βιβλίο του οδοιπόρου συμβουλεύει: «Να Φεύγεις Γρήγορα και να Επιστρέφεις Αργά» , όσο περισσότερο αργήσεις να επιστρέψεις λοιπόν, τόσο το καλύτερο.

(συνεχίζεται)


Ένα Κάστρο που το Έλεγαν Λουλούδι (2)


Το λιμάνι της Μονεμβασιάς γίνεται στα 878 ορμητήριο του βυζαντινού στόλου υπό τον ναύαρχο Αδριανό για τις επιχειρήσεις του κατά των Αβάρων, ενώ η πρώτη πολιορκία για την οποία έχουμε μαρτυρίες είναι εκείνη του 1147. Την κάνουν οι Νορμανδοί του βασιλιά Ρογίρου του Β’ της Σικελίας. Από εδώ και ύστερα αρχίζει μια πολύ μεγάλη περίοδος όπου οι κατακτητές της Μονεμβασιάς εναλλάσσονται. Λογικό αν σκεφτεί κανείς την στρατηγική θέση του βράχου για τον γεωπολιτικό άξονα της εποχής, πάνω στους μεγάλους δρόμους του εμπορίου και των κατακτήσεων από την Ανατολή στη Δύση. Έρχονται Φράγκοι, Βυζαντινοί, Ενετοί, Παπικοί, Τούρκοι. Στην ιστοριογραφία έχουν αποτυπωθεί αυτοί οι αιώνες με αριθμητικά επίθετα (έχουμε πρώτη, δεύτερη και τρίτη φραγκοκρατία, έχουμε πρώτη και δεύτερη τουρκοκρατία ) πράγμα που δείχνει γλαφυρά την εναλλαγή κατακτητών η οποία πάντως δεν εμπόδισε καθόλου το μέρος να αναπτυχθεί. Τόσο που έφτασε να λέγεται Βενετία της Ανατολής. Παραδόξως μια από τις αιτίες της ιδιαίτερης άνθισης της Μονεμβασιάς βρίσκεται ακριβώς στην συμφωνία παράδοσης του κάστρου στον Φράγκο Γουλιέλμο Βιλεαρδουίνο παραχώρησε μεγάλα οικονομικά προνόμια στους Μονεμβασιώτες προκειμένου να γίνει κύριος του κάστρου που δεν μπορούσε παρά τη μακρά πολιορκία στην οποία το υπέβαλε να καταλάβει με έφοδο.
Άλλωστε η Μονεμβασιά, το Γιβραλτάρ του Αιγαίου, δεν καταλήφθηκε ποτέ με ρεσάλτο και είναι το μοναδικό στην Ελλάδα οχύρωμα που μπορεί να καυχιέται ότι παρέμεινε πάντα απόρθητο.
Φυσικά η επόμενη λύση ήταν ο αποκλεισμός. Και οι αποκλεισμοί διαδέχονταν ο ένας τον άλλο. Κρατούσαν για μεγάλα χρονικά διαστήματα και σκοπό είχαν να εξουθενώσουν τους πολιορκούμενους. Όταν το πολιόρκησε ο Βιλεαρδουίνος και ενώ ήταν το τελευταίο προπύργιο των βυζαντινών στα 1248, δηλαδή 44 ολόκληρα χρόνια μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης στα χέρια των Φράγκων, οι κάτοικοι, όπως περιγράφει το Χρονικόν Του Μορέως, «ουκ είχαν τι να φάγουν, εφάγασιν τους ποντικούς ομοίως και τα κατσία» και αυτό θα επαναληφθεί ουκ ολίγες φορές και για πολλούς αιώνες μετά, ανεξαρτήτως της εθνικότητας πολιορκητών και πολιορκούμενων, που υπήρξαν Βυζαντινοί, Έλληνες, Φράγκοι, Βενετοί, Τούρκοι. Πάντα όταν μάλωναν οι άνθρωποι την πλήρωναν τα ζώα...
Ο Βιλεαρδουίνος κράτησε τη Μονεμβασιά για δέκα μόνο χρόνια, διότι συνελήφθηκε αιχμάλωτος στη μάχη της Πελαγονίας (Σεπτέμβριος 1259) από τα στρατεύματα του Μιχαήλ Παλαιολόγου της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Για να επανακτήσει την ελευθερία του στα 1462 παραχώρησε στον Μιχαήλ Παλαιολόγο (που στο μεταξύ είχε ανακαταλάβει την Κωνσταντινούπολη και ανασυστήσει την Βυζαντινή Αυτοκρατορία) «το κάστρο της Μονεμβασιάς και της Μεγάλης Μάνης, το τρίτο το καλύτερο του Μυζηθρά το κάστρο».
Και με τη νέα βυζαντινή διοίκηση η Μονεμβασιά διατηρεί τα μεγάλα οικονομικά της προνόμια, τελωνειακή ατέλεια για όλα τα προϊόντα της, ελεύθερη διακίνηση των πλοίων της και αναδεικνύεται σε μείζον αστικό κέντρο της εποχής ενώ στην αγορά της «ρέει ο χρυσός και ο άργυρος» . Χαρακτηριστικοί είναι οι αριθμοί: 40 εκκλησίες και 8000 σπίτια έχει στη διάρκεια του 13ου και του 14ου αιώνα. Αν σταθείς σήμερα στην άκρη των νότιων τειχών της Κάτω Πόλης και κοιτάξεις προς τα πάνω τον βράχο, απορείς πως χώρεσαν τόσα πολλά.


(συνεχίζεται)

Ένα Κάστρο που το Έλεγαν Λουλούδι (1)

Ήταν κατά πάσα πιθανότητα Νοέμβριος του 375 μ.Χ. όταν ένας ισχυρότατος σεισμός στην επαρχία της Επιδαύρου Λιμηράς, δηλαδή στις νοτιοανατολικές ακτές της Πελοποννήσου, προκάλεσε σημαντικές γεωλογικές ανακατατάξεις στην περιοχή. Πόλεις με αξιόλογη παρουσία, όπως οι Βοίες, η Πλύτρα, η Επίδαυρος της Λιμηράς, ο Ασωπός καταστράφηκαν εν μέρει ή ολοσχερώς. Μέσα στα άλλα ο σεισμός προκάλεσε ρήξη της συνέχειας της χερσονήσου που μέχρι τότε ονομαζόταν Άκρα Μινώα και αποκοπή της από την ακτή. Τα δυτικά κράσπεδα της χερσονήσου βυθίστηκαν κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας με αποτέλεσμα να σχηματισθεί μια εντυπωσιακά ψηλή και βραχώδης νησίδα. Ο μικρός πορθμός που δημιουργήθηκε ανάμεσα στην νησίδα και την ακτή γεφυρώθηκε με μια μικρή γέφυρα που αποτελούσε το μοναδικό πέρασμα προς τη βραχονησίδα, την «μόνη έμβαση». Από τότε ο μεγάλος βράχος που μοιάζει να έχει κυλήσει μέσα στην θάλασσα πήρε το όνομα Μονεμβασιά.
Η Μονεμβασιά είναι το πιο ελαστικό ως προς τον τονισμό φώνημα της ελληνικής γλώσσας. Μπορείς να την πεις Μονεμβασιά ή Μονεμβάσια, ή Μονεμβασία, είναι όλα σωστά, αλλά σε περιόδους που τα ελληνικά ήταν κατά τι περισσότερο αυθόρμητα μάλλον οι πιο πολλοί την έλεγαν Μονοβασιά. Όχι πάντα όμως! Πριν το σεισμό που τη μετέτρεψε σε νησί ήταν γνωστή με το όνομα Άκρα Μινώα.
Κατοικήθηκε γύρω στο 8000 π.Χ. και από τα Πρωτοελλαδικά ακόμα χρόνια αποτελούσε σημαντικό ναυτικό σταθμό και σημείο αναφοράς ανάμεσα στον Κυκλαδικό και τον Μινωικό πολιτισμό από τη μία και τους πολιτισμούς της ελληνικής χερσονήσου από την άλλη. Η παρουσία της παραμένει έντονη και στην Υστεροελλαδική περίοδο, όπου έχει σημαίνουσα σπουδαιότητα σαν λιμάνι του Μυκηναϊκού Πολιτισμού , πάνω στον θαλασσινό δρόμο για την Κρήτη, όπου ανθούσε ο άλλος μεγάλος πολιτισμός της εποχής.
Πολύ αργότερα, ενώ ήδη έχει χωριστεί από τη στεριά και μάλιστα εξ αιτίας εν πολλοίς αυτού του χαρακτηριστικού της και των μεγάλων αμυντικών δυνατοτήτων που προσφέρει το απόκρημνο της εδαφικής της μορφολογίας, τη διαλέγουν για να προστατευθούν από τις επιδρομές των Αβάρων και των Βησιγότθων αρκετοί κάτοικοι της Λακωνίας που φτιάχνουν εδώ τον πρώτο οικισμό. Αυτό γίνεται στα 582/583 μ.Χ.

Στην κορυφή του βράχου σχηματίζεται ένα μεγάλο πλάτωμα, κάτι σαν μικρό οροπέδιο και εδώ είναι που θα δημιουργηθούν οι πρώτες οχυρώσεις και οι πρώτες κατοικίες.
Στα αλβανικά το οχύρωμα λέγεται «γουλάς» και Γουλάς θα ονομαστεί κι εδώ αυτός ο πρώτος οικισμός. Κατ’ άλλους το όνομα «Γουλάς» προέρχεται από το ελληνικό «γουλί» που εδώ δήλωνε μεταφορικά τον άνυδρο και κατά συνέπεια φαλακρό βράχο, αλλά αυτή η εκδοχή δεν φαίνεται πολύ αληθοφανής. Τότε πάντως κατασκευάζεται και η πρώτη κανονική γέφυρα που συνδέει τη νησίδα με την ηπειρωτική Πελοπόννησο, ενώ πληθαίνουν οι επαφές με την υπόλοιπη Μεσόγειο που έχουν σαν αποτέλεσμα -μέσα στ’ άλλα η πόλη να υποφέρει, σχεδόν να αποδεκατιστεί από λοιμό που μεταδόθηκε στα 746 από δύο επιβάτες ενός σικελικού πλοίου που στάθμευσε στο λιμάνι της.
Στην εποχή των βυζαντινών η Μονεμβασιά θα ακμάσει. Είναι έδρα επισκόπου (ο πρώτος επίσκοπος Μονεμβασιάς Πέτρος συμμετέχει στην Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας το 787) και γίνεται έδρα όλων των αυτοκρατορικών κτίσεων στην Πελοπόννησο. Η ανάπτυξη φέρνει μαζί της και το οικιστικό πρότυπο των βυζαντινών πόλεων. Ο Γουλάς λέγεται πια Άνω Πόλη κι αυτό γιατί εκεί γύρω στα 900 μ. Χ. έχει δημιουργηθεί και η Κάτω Πόλη, πιο κοντά στην θάλασσα, στην νοτιοανατολική πλευρά του βράχου , στην οποία συγκεντρώνονται όλες οι μεγάλες εμπορικές και ναυτιλιακές δραστηριότητες του τόπου.
Στην Κάτω Πόλη υπάρχει η Μέση Οδός των βυζαντινών, ο κύριος εμπορικός δρόμος, εκείνος που ο Έλληνες ονόμαζαν αγορά, οι Ρωμαίοι φόρο κι οι Τούρκοι παζάρι.
Οι επόμενοι αιώνες θα είναι οι χρυσοί αιώνες της Μονεμβασιάς.



(συνεχίζεται...)

5 Ιαν 2009

Τρεις Μέρες στη Μακεδονία

Βρέχει, πάλι βρέχει, όλο βρέχει γενικώς δηλαδή. Στο δρόμο κατά διαστήματα ρίχνει με το καντάρι, βρέχει και διόδια, χαλάζι διοδίων πραγματικό. Είχα οκτώ μήνες- ίσως και λίγο παραπάνω- να κάνω τη διαδρομή μέχρι τη Θεσσαλονίκη, εν ολίγοις τη τελευταία φορά που πέρασα ήταν με το παλιό «διοδιακό» σύστημα που -με βάση έναν πρόχειρο από μνήμης υπολογισμό- στοίχιζε περίπου το μισό από το ισχύον τώρα. Α! Θα το λησμονούσα, τα διόδια τα εκμεταλλεύονται πλέον ιδιώτες και οι εποχούμενοι ΠΡΟ-πληρώνουν. Τι ΠΡΟ-πληρώνουν; Μα φυσικά τους δρόμους που ΘΑ φτιάξουν οι ιδιώτες. Ωραίο ε; Για μεγάλο ρίσκο η επένδυσή τους λέμε! Δηλαδή γιατί δεν τα έδωσαν και σε ’μένα; Κι εγώ αν ΠΡΟ-πληρωνόμουν τους δρόμους που ΘΑ φτιάξω, θα τους έφτιαχνα κάποτε ...του κερατά...
Οι υπάλληλοι του παλιού καλού Ταμείου Εθνικής Οδοποιίας, δηλαδή κάτι αγενέστατοι και αμίλητοι μουντρούχοι που δεν σε χαιρετούσαν καν όταν πλήρωνες τα διόδια, έχουν εξαφανιστεί. Ή έχουν μεταλλαχθεί σε ευγενέστατες κουκλάρες εισπρακτόρισσες που σε καλησπερίζουν και σου εύχονται καλό δρόμο.



Στο μεταξύ συνεχίζει να βρέχει στα Βαλκάνια, διότι μία που πέρασες τα Τέμπη, μία που μπήκες στα Βαλκάνια. Μέχρι εδώ το τοπίο είναι μεσογειακό. Από εδώ και πάνω ταινία του Teo Angelopoulos. Το Λιβάδι που Διψούσε ή Πεινούσε ή Μιλούσε ή μάλλον που Δακρύζει, Το Μετέωρο Βήμα του Πελαργού, Μια Αιωνιότητα και Μια Μέρα, ο Κατράκης με ξεκούμπωτο παλτό, ο Mastroianni με τζάκετ, ο Χάρβει Καϊτέλ με αδιάβροχο και το τοπίο ανοιχτό, θλιμμένο και υγρό. Η βαλκανική μελαγχολία ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων.
Η Θεσσαλονίκη είναι κι αυτή υγρή. Γλιστράει η άσφαλτος και τα πεζοδρόμια κοντά στο λιμάνι. Ψιλόβροχο, κατά διαστήματα εντονότερο, αλλά πάντα εκνευριστικό. Τουλάχιστον ας σταματήσει την ώρα του αγώνα. Η Αριστοτέλους όμως έχει κόσμο και είναι στολισμένη επί το εορταστικόν. Παραδόξως δεν έχει καεί τίποτα. Ούτε το φωτεινό καραβάκι. Οι κουκουλοφόροι χωρίς κουκούλα στην Αθήνα υπήρξαν πιο αποτελεσματικοί. Από τον παρκαδόρο μαθαίνουμε ότι κάποια φασαρία -με τους κουκουλοφόρους χωρίς κουκούλα- γίνεται προς το Πανεπιστήμιο ή έτσι άκουσε τέλος πάντων. Στους τοίχους παίζουν συνθήματα. Το καλύτερο, γωνία Κομνηνών και Νίκης: «Φέτος να πείτε χρόνια πολλά στον Αλέξη».



Ο ταξιτζής μόλις ακούει Τούμπα δυσανασχετεί. Όλοι οι ταξιτζήδες στην Θεσσαλονίκη δυσανασχετούν, πάντα, ό,τι και ν΄ακούσουν. Επίσης όλοι οι ταξιτζήδες στη Θεσσαλονίκη πηγαίνουν με κατεβασμένη σημαία. Πάντα. Τέλος όλοι οι ταξιτζήδες στη Θεσσαλονίκη ψάχνουν για τριπλή κούρσα. Πάντα...
Έξω από το γήπεδο κάποιοι που μοιάζουν Τσιγγάνοι κάθονται στο πεζοδρόμιο και πίνουν από μια «Μαλαματίνα» πριν μπουν μέσα για το παιχνίδι. Ορισμένοι δυσανασχετούν που τους βλέπουν, εγώ πάλι για κάτι τέτοια συμπαθώ τον ΠΑΟΚ.
Για όσους πίνουν ρετσίνα πριν το ματς, για κάτι έφηβους μονίμως αδικημένους που κατεβαίνουν από τη Σίνδο και μπαίνουν στο 14 για να φτάσουν στην Τούμπα τραγουδώντας μελωδικά και αθυρόστομα συνθήματα, για έναν τσαμπουκά περιφερόμενο και συχνά αυτοκαταστροφικό, γιατί ως γνωστόν όλοι οι γαύροι κάπου μέσα μας συμπαθούμε τον ΠΑΟΚ αν και κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει πως τα αισθήματα είναι αμοιβαία...
Στο μεταξύ φτάνουν τα μαντάτα από το παιχνίδι του Ολυμπιακού. Ισοπαλία. Γελάν και τα μουστάκια των ΠΑΟΚτζήδων που χάσαμε βαθμό. Άει σιχτίρ «τουρκόγυφτοι» σκέφτομαι και νά ’ταν κι άλλη η συμπάθεια...



Το βράδυ ο «μεζεδοπωλείος» βάζει κράτει στην παραγγελία:
_Φτάνει παιδιά, είναι υπεραρκετά. Αν θέλετε και συνέχεια αργότερα, εδώ είμαστε.
Ανάμεσα σε κάτι πίττες Καισαρείας, κάτι κοπανιστές, κάτι έτσι, κάτι αλλιώς ζεις τη γνωστή Καρντασούπολη ό,τι πρέπει για μερικές δεκάδες μονάδες χοληστερίνης παραπάνω. Καθαρή ποίηση!!!
Αργότερα στον «Θερμαϊκό» θέλω να πιω μόνο μια σόδα, αλλά παραγγέλνω κόκκινο κρασί. Πολύ ξηρό ήταν!
Από εδώ πάμε με τα πόδια στο σπίτι. Τι μεγαλείο κι αυτό της Θεσσαλονίκης! Το μόνο πραγματικό της αστικό προσόν: κατοικημένο κέντρο, μεγάλη υπόθεση!




Το πρωινό της Κυριακής είναι (κοίτα σύμπτωση...) βροχερό. Αυτό δεν εμποδίζει τον κόσμο να βγει για καφέ έξω. Πίνω ένα τσάι στο Ναυαρίνο. Πράσινο τσάι. Κοιτάω γύρω τις πιο συμπαθητικές φάτσες της πόλης. Περπατάω κάτω από μια ομπρέλα μέχρι τον Λευκό Πύργο κι ύστερα στρίβω δεξιά και βαδίζω δίπλα στη θάλασσα. Πολύ λίγο μακριά, μόλις έξω απ’ το λιμάνι, αγκυροβολημένο ένα φορτηγό (κι άλλα ακόμη πιο πέρα) γεμάτο κοντέινερ που προεξέχουν σε σημαντικό ύψος πάνω απ’ το κατάστρωμα. Κάποιος ρωτάει τι θα γίνει σε περίπτωση που πέσει σε θαλασσοταραχή. Ένας σαν και ‘μένα με δύο χρόνια σχολή εμποροπλοιάρχων στο βιογραφικό του θα έπρεπε να έχει κάτι να απαντήσει. Δεν ξέρω. Ή τουλάχιστον δεν θυμάμαι. Η θάλασσα κι ο ουρανός έχουν το ίδιο χρώμα. Φαιό κυανούν ή περίπου έτσι η επίσημη ονομασία του, γκρι-μπλε για να καταλαβαινόμαστε. Αυτό το θυμάμαι. Πάντα αυτό το χρώμα είχε η θάλασσα στη Θεσσαλονίκη. Το έβλεπα όταν ερχόμουν με των 11:20, υπερταχεία ή κάποιος παρεμφερής ευφημισμός. Φορτωμένο το παπί στο τρένο - κάποτε το κατέβασαν στη Λάρισα από λάθος και το έφεραν στην Θεσσαλονίκη Κυριακή μεσημέρι-ίσα ίσα για να το φορτώσω πάλι πίσω και να επιστρέψω. Κάναμε βόλτες στην πόλη με την «Ε.» και την ανόητη ιδέα της-που της είχαν σφυρίξει στο φροντιστήριο- να δηλώσει τις σχολές με σειρά βάσης της κάθε μίας. Μπήκε στη Θεσσαλονίκη, ενώ θα έπρεπε να έχει μπει στην Πάτρα. Λιγότερα απ’ τα μισά χιλιόμετρα απόσταση.
Από τότε θυμάμαι το χρώμα της θάλασσας και το κρύο. Το κρύο το συνήθισα, αργότερα έφτασα πολύ πιο βόρεια και το συνήθισα. Το φαιό κυανούν της θάλασσας ποτέ.
Τώρα πλέον μεγαλώσαμε αμφότεροι. Κι εγώ κι ο Ο.Σ.Ε.
Εγώ ταξιδεύω με το αυτοκίνητό μου κι εκείνος έγινε Ανώνυμη Εταιρία και δεν φορτώνει μηχανάκια στα επιβατηγά. Η «Ε.» άλλωστε δεν μένει πια εδώ...
Ανέβηκα στο αμάξι να πάω για Καβάλα...

H Εγνατία κατασκευάζεται ακόμα. Με ρυθμούς γοργούς ή όχι δεν μπορώ να κρίνω. Φαίνεται μεγάλο έργο πάντως. Το σοβαρό όνομά της είναι Α2, το δε ευρωπαϊκό αυτής Ε90. Έτσι για αλλαγή βρέχει. Περνώ δίπλα από λίμνες που μοιάζουν με θάλασσες, αλλά -για πρώτη φορά- παρατηρώ ότι το φαιό είναι πιο πολύ από το «κυανούν» κι αυτό τις ξεχωρίζει από την κανονική θάλασσα, όσο γκρι κι είναι εκείνη.
Επιβεβαιώνω στον χάρτη: Λίμνη Λαγκαδά και Λίμνη Βόλβη. Ειδικώς η δεύτερη είναι τεράστια. Σε κάνει να αμφιβάλεις για την ταυτότητά της. Μήπως βλέπω θάλασσα; Πράγματι είναι λέει η δεύτερη μεγαλύτερη της Ελλάδας με 68 τετραγωνικά χιλιόμετρα εμβαδόν. Λίγο μετά η Εγνατία μας σώθηκε κι έδωσε στη θέση της στην παλιά παραδοσιακή (και εφιαλτική ως συνήθως) επαρχιακή δημοσιά. Προσωρινώς βεβαίως διότι ξαναζωντάνεψε περίπου δέκα χιλιόμετρα πριν τη Καβάλα. Η δε Καβάλα είναι υπέροχη!!!

Είναι μεγάλη-η Καβάλα- είναι αμφιθεατρική, είναι όμορφη. Με γλυκά σπίτια, μια παλιά πόλη κι ένα φωτισμένο κάστρο. Έχει προσηνείς και όμορφους ανθρώπους.
Είναι κυρίως και πρώτα απ’ όλα αυτό: μεσογειακή κι ανατολίτικη, δηλαδή ζεστή και φωτεινή. Καμιά σχέση με την βαλκανική μελαγχολία της υπόλοιπης Μακεδονίας. Λίγα χιλιόμετρα πριν την Καβάλα σταμάτησε να βρέχει, λίγα χιλιόμετρα μετά, ξανάρχισε. Την είπανε Νεάπολη στους αρχαίους χρόνους., ύστερα Χριστούπολη («εάλω η χριστόνυμος πόλις» λέει ένα μεσαιωνικό χρονικό) και τέλος Καβάλα.
Εδώ γεννήθηκαν μια σειρά λογοτέχνες και καλλιτέχνες. Λογικό αφού μεγάλωσαν μέσα στην ομορφιά.
Όμως ο σημαντικότερος καβαλιώτης υπήρξε ο Μεχμέτ Αλί, του οποίου το σπίτι ακομπλεξάριστα -ευτυχώς- διαφημίζεται με ειδικές επιγραφές για τους επισκέπτες που θέλουν να το δουν. Ο Μεχμέτ Αλί, δηλαδή αυτός που έχουμε συνηθίσει να λέμε Μοχάμεντ Άλι, αντιβασιλέας και ουσιαστικά απόλυτος ηγεμόνας της Αιγύπτου, θετός πατέρας του Ιμπραήμ Πασά και πολιτική προσωπικότητα διεθνούς βεληνεκούς στα χρόνια του. Εκπρόσωπος μιας ακμάζουσας κάποτε εδώ μουσουλμανικής κοινότητας, που μαζί με την ελληνική και την εβραϊκή έδιναν ζωή στο σημαντικό λιμάνι της πόλης.
Από το ’23 και μετά, με τους ανταλλάξιμους της συνθήκης της Λωζάνης η πόλη γέμισε πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο που δεν μπορούσαν να ζήσουν απ’ τον φτωχό κάμπο της περιοχής και έφευγαν εποχικοί εργάτες γης στις πεδιάδες της Πέλλας , που δούλευαν καπνεργάτες στα πρώτα καπνεργοστάσια και που έφτιαξαν ένα από τα μεγαλύτερα εργατικά κινήματα της Ελλάδας.



Βγαίνοντας από τις δυτικές εξόδους της Θεσσαλονίκης, Σίνδος, Άγιος Αθανάσιος κ.λ.π. βλέπεις ακόμα πρόσωπα που σου θυμίζουν λαϊκούς τραγουδιστές της δεκαετίας του ‘70, αλλά τριάντα χρόνια μεγαλύτερους,. Φατσούλες που είσαι σίγουρος ότι πανηγύρισαν το πρώτο πρωτάθλημα του ΠΑΟΚ στα 1975 ή το Κύπελλο του Hρακλέως (sic) ένα χρόνο αργότερα, ανθρώπους δηλαδή που πρόλαβαν τον Ασλανίδη με μαύρο ακόμα το μουστάκι, με εννοείς;
Επίσης βρίσκεις φτηνά βενζινάδικα.
Η Αλεξάνδρεια είναι ο πρώην «Γιδάς» και όποιος είχε την ατυχέστατη έμπνευση αυτής της μετονομασίας σίγουρα είναι τόσο κακόγουστος που χαίρεται σήμερα ακόμα και με τις πολυκατοικίες που ξεφυτρώνουν εκεί.
Για τα χωριουδάκια γύρω από τα Γιαννιτσά πρέπει να έγραψε ο Σαββόπουλος το «άθλια χωριουδάκια κι ασυνάρτητη επαρχία/ καθετί μισοχωμένο μες τη γη», ενώ στον κάμπο της Κρύας Βρύσης μετέφερε κάποτε το κράτος κάποιους απ’ τους πρόσφυγες που είχαν εγκατασταθεί στην Αριδαία και ρυμοτόμησε με χάρακα το χωριό, τόσο τετράγωνο που θα έκανε τον Γκαουντί ν’ αυτοκτονήσει. Εδώ τελειώνουμε μια δουλίτσα και καθόμαστε για καφέ. Μας σερβίρει ένας άγγελος- γεννημένος κάπου κοντά στο Νοβοσιμπίρσκ υποθέτω...
Πάλι ο Σαββόπουλος, στο «Φορτηγό», είναι εκείνος που έδωσε καλύτερα την αίσθηση της Εθνικής Οδού. Σήμερα η ίδια αίσθηση μένει μόνο σε λίγα σημεία. Οι πευκοβελόνες στην άκρη του καταστρώματος δεν υπάρχουν πια κι η κίνηση από τη γέφυρα της Βαρυμπόμπης κι ύστερα στο ρεύμα εισόδου, είναι απελπιστικά μεγαλύτερη από το 1965...

4 Ιαν 2009

Η Παλιά Εθνική...

...ήταν κάποτε η μόνη "εθνική". Δηλαδή αν κάποιος ξεκινούσε για την Κόρινθο θα πήγαινε από Ελευσίνα. Αν ξεκινούσε για τη Θήβα, πάλι από Ελευσίνα θα πήγαινε.



Αθήνα, Χαϊδαρι, Ελευσίνα, Μέγαρα, Ισθμός. Αυτό ήταν για δύο περίπου χιλιετίες δρομολόγιο της μίας μέρας. Δηλαδή μια απόσταση που όποιος ταξίδευε μπορούσε -σε κανονικές πάντα συνθήκες, δηλαδή χωρίς ιδιαιτέρως άσχημα καιρικά φαινόμενα ικανά να επιρρεάσουν ανθρώπους και ζώα- να τη διανύσει σε οκτω ώρες. Στη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων ο χρόνος των οκτώ ωρών μειώθηκε αισθητά. Σήμερα αρκεί μόνο μία, αλλά δεδομένου ότι η Παλιά Εθνική λέγεται παλιά διότι υπάρχει και μια νέα η οποία μειώνει ακόμα περισσότερο την απόσταση σε τρία τέταρτα της ώρας, λίγοι πλέον τη χρησιμοποιούν.


Κάποτε φαίνεται ο δρόμος ήταν τόσο δύσβατος και επικίνδυνος που έδωσε τροφή στις ιστορίες για τον Προκρούστη και τον Σκίρωνα, αιμοχαρείς ληστές και οι δύο που ενσαρκώνουν στην ελληνική μυθολογία τους κινδύνους του ταξιδιού. Ο πρώτος χρησιμοποιούσε ένα κρεβάτι και εναρμόνιζε τους περαστικούς, από την περιοχή των Μεγάρων που βρισκόταν, στις διαστάσεις αυτού του κρεβατιού. Στους ψηλώτερους έκοβε ό,τι περίσσευε και τους κοντύτερους τους τραβούσε μέχρι να έρθουν στις διαστάσεις της "προκρούστειας κλίνης". Ο Σκίρων είχε λιγότερη φαντασία. Απλώς κατακρήμνιζε τους ταξιδιώτες από τους βράχους της Κακιάς Σκάλας, των "Σκιρωνίδων Πετρών" όπως λεγόντουσαν. Τα υπόλοιπα τα αναλάμβανε μια τεράστια χελώνα που ζούσε στην ακτή.
Και από τους δύο μας απήλλαξε ο Θησέας, ερχόμενος στην Αθήνα από την Τροιζήνα.


Σήμερα αν διαλέξεις την παλιά Εθνική για τον Ισθμό θα συνατήσεις πέτρινες γέφυρες απ' τις οποίες περνά ακόμη το τραίνο και θυμίζουν -ταπεινότατα βεβαίως- τα σπουδαία πέτρινα γεφύρια της Ηπείρου.







Θα δεις τη θέα προς το στενό της Σαλαμίνας με τις πολλές βραχονησίδες και τα πλοία αγκυροβολημένα, στη ράδα όπως λένε οι ναυτικοί ή "αρόδου" όπως επισημοποιούν τον όρο στο Πολεμικό Ναυτικό.














Θα δεις τέλος πόσο πιο όμορφη θα ήταν η Αττική αν δεν την είχαν πληγώσει επί δεκαετίες με βιομηχανικές εγκαταστάσεις, διυλιστήρια, ναυπηγεία, βιομηχανικούς μύλους και ό,τι άλλο χωράει η ασθενική συνείδηση του νεοελληνικού καπιταλισμού. Καλό δρόμο!!!