17 Οκτ 2011

Οδός Ερμού (3ο μέρος)

Η Καπνικαρέα δεν είναι το μοναδικό βυζαντινό και μεταβυζαντινό μνημείο της οδού Ερμού, της ερμαϊκής οδού καθώς θα την έγραφε ο Ροΐδης ή κάποιος άλλος λόγιος του 19ου αιώνα, όπως άλλωστε «αιολική οδό» συνήθιζαν να λένε την οδό Αιόλου. Πιο κάτω στην πλατεία στο Μοναστηράκι, δηλαδή στη συμβολή της Ερμού με την Αθηνάς, βρίσκεται η Παναγία η Παντάνασσα, άλλοτε καθολικό γυναικείου μοναστηριού που ήταν μετόχι της φημισμένης μονής Καισαριανής. Σε ένα πατριαρχικό σιγίλλιο του 1678 διαβάζουμε πως δωρίθηκε στην Καισαριανή από τον Νικόλαο Μπονεφατζή και η κατασκευή του πρέπει να έγινε στις αρχές του 17ου αιώνα. Επισκευάστηκε στα 1911, αλλά όχι με τον καλύτερο τρόπο καθώς αλλοιώθηκε η αρχική της μορφή, ειδικώς με την προσθήκη ενός δυσανάλογα μεγάλου καμπαναριού.



Ακόμα πιο κάτω στο ύψος του Θησείου, βρίσκονται οι Άγιοι Ασώματοι. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά εκκλησάκια της Αθήνας, οδόσημο και ορόσημο της περιοχής του Ψυρρή, του Θησείου και του Κεραμεικού που εικάζεται πως η αρχική του κατασκευή ανέρχεται στο τελευταίο τέταρτο του 11ου αιώνα και είχε παραμορφωθεί πάρα πολύ μέσα στους αιώνες. Στη δεκαετία του 1960 αποκαταστάθηκε στην πρώτη του μορφή, παρά τις -γύρευε γιατί- ιδιαίτερα έντονες αντιδράσεις κάποιων εκκλησιαστικών κύκλων.



Γενικώς πάντως η Ερμού είναι ο δρόμος των αλλοιώσεων, των προσθηκών και των παραμορφώσεων. Ήδη η θέση της μέσα στην πόλη είναι κάθε άλλο παρά εκεί που το αρχικό σχέδιο προέβλεπε. Με βάση το πρώτο ρυθμιστικό της Αθήνας, των αρχιτεκτόνων Σταμάτη Κλεάνθη και Έντουαρντ Σάουμπερτ, η «ερμαϊκή οδός» θα ήταν το σύνορο του κέντρου της νέας πόλης που θα αποτελούσε συνέχεια της παλαιάς. Αυτό θα γινόταν καθώς η νέα πόλη θα αναπτυσσόταν σε σχήμα ισοσκελούς τριγώνου με κορυφή τη σημερινή Πλατεία Ομονοίας, όπου θα έπρεπε - όπως μεριμνούσε το εν λόγω σχέδιο- να χτιστούν τα ανάκτορα. Η μία πλευρά του τριγώνου θα ήταν η Πειραιώς, η άλλη η Σταδίου, το ύψος του τριγώνου η Αθηνάς και υποτείνουσα, άρα νότιο όριο του νέου κέντρου η Ερμού.

Κι αυτό το σχέδιο, όπως και πολλά άλλα πράγματα στην Ελλάδα του Όθωνα (και όχι μόνο του Όθωνα δηλαδή) δεν εφαρμόστηκε στην ουσία του ποτέ. Το κέντρο της πόλης αντί για τρίγωνο απέκτησε ένα ακαθόριστο σχήμα, τα ανάκτορα αντί για την Ομόνοια χτίστηκαν στο Σύνταγμα και η Ερμού έγινε ο δρόμος που ένωσε το παλάτι με τις παράγκες στο Γκάζι...



(συνεχίζεται...)

11 Οκτ 2011

Οδός Ερμού (2ο μέρος)

Η Ερμού ξεκινά από το Σύνταγμα και καταλήγει στο Γκάζι. Για όποιον θυμάται την Αθήνα δυο-τρεις δεκαετίες πριν, αυτή και μόνο η χάραξη μοιάζει να έγινε επί τούτου για να διατρέχει όλη την κοινωνική και οικονομική διαστρωμάτωση της πόλης.




Είναι τόσο κοντά στην Ακρόπολη και ακουμπά τόσο πάνω στον Κεραμεικό που είναι σίγουρα συνδεδεμένη με την κλασική αρχαιότητα, αν και δεν είναι από τους δρόμους εκείνους, όπως η Πειραιώς ή η Ιερά Οδός που υπήρχαν και στα χρόνια του Περικλή. Είναι όμως συνδεδεμένη και με την μεταγενέστερη βυζαντινή παράδοση που στην Αθήνα (για την οποία θεωρείται εσφαλμένα πως ήταν εξόχως ασήμαντη επί βυζαντινών, φράγκων και οθωμανών - κάθε άλλο) εκφράζεται κυριότατα με εκκλησίες και μοναστήρια. Ένα από τα πιο συμβολικά βυζαντινά εκκλησάκια της πόλης βρίσκεται πάνω ακριβώς στην Ερμού. Η Καπνικαρέα, που σήμερα ανήκει στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία, χτισμένη τον 11ο αιώνα στη θέση παλαιότερου ναού που είχε ιδρύσει εκεί η νιοστή επιφανής βυζαντινή που έφερε το όνομα Ευδοκία, η Ευδοκία η Αθηναία, σύζυγος του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Μικρού. Γι αυτό και στην αθηναϊκή παράδοση ονομάζεται η εκκλησία της Βασιλοπούλας. Φαίνεται πως κι αυτός, ο πρώτος ναός που ανήγειρε η Ευδοκία, χτίστηκε πάνω σε ερείπια κάποιου άλλου αρχαίου ναού της κλασικής ή -το πιθανότερο- της ρωμαϊκής περιόδου, αφιερωμένου στην Αθηνά ή στην Δήμητρα. Πράγματι στον ναό βρίσκονται ενσωματωμένα αρχαία οικοδομικά στοιχεία, ρωμαϊκά κιονόκρανα, γλυπτά και επιγραφές. Ο ίδιος ο τρούλος του κτίσματος που ο αρχικός του ρυθμός είναι σταυροειδής μετά τρούλου, στηρίζεται σε τέσσερις κίονες με ρωμαϊκά κιονόκρανα. Αργότερα στη βόρεια πλευρά προστέθηκε παρεκκλήσι, επίσης με τρούλο, αφιερωμένο στην Αγία Βαρβάρα, ενώ πολύ μεταγενέστερη είναι η προσθήκη εξωνάρθηκα. Ο Φώτης Κόντογλου έχει ιστορήσει την εικόνα της Παναγιάς της Πλατυτέρας των Ουρανών στο ιερό της εκκλησίας, ενώ μαζί με τους μαθητές του έχει επιμεληθεί και την υπόλοιπη εικονογράφηση του ναού.

Η αλήθεια είναι πως η Καπνικαρέα λίγο έλλειψε να κατεδαφιστεί στα χρόνια του Όθωνα. Ήταν η εποχή που η Αθήνα προσπαθούσε να αποβάλει από πάνω της ο,τιδήποτε έμοιαζε μη συμβατό με το κλασικό της παρελθόν (όπως οι βυζαντινές εκκλησίες) ή με την ευρωπαϊκή της προοπτική (όπως οι "ανατολίτικοι" φοίνικες της πόλης που ξεριζώθηκαν σωρηδόν). Άλλωστε δεν είχε προλάβει ακόμη ο επίσημος ιστορικός του νεοελληνικού κράτους, ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, να συνδέσει το Βυζάντιο με την ελληνική παράδοση, σχεδόν να το βαφτίσει ελληνικό. Έτσι κάθε βυζαντινό απομεινάρι δεν περιποιούσε ιδιαίτερη τιμή στην πόλη και χάριν εξωραϊσμού έπρεπε να εξαλειφθεί. Το λίγα βυζαντινά εκκλησάκια (από τα πάρα πολλά που υπήρχαν) που σώθηκαν τελικώς το οφείλουν σε εξωτερικές παρεμβάσεις ή σε φωτισμένους αρχιτέκτονες όπως ο Λύσανδρος Καυταντζόγλου, που παρ' ότι κλασικιστής έως μυελού οστέων έδωσε μάχη για να σωθούν ορισμένα τυπικά δείγματα εκκλησιαστικής βυζαντινής αρχιτεκτονικής στην Αθήνα. Η Καπνικαρέα πάντως επιβίωσε χάρη σε παρέμβαση του -επίσης μορφωμένου και ευαίσθητου περί τα αισθητικά ζητήματα- πατέρα του Όθωνα και βασιλιά της Βαυαρίας, Λουδοβίκου. 



Μέχρι και τα χρόνια του 19ου αιώνα ο ναός ήταν συνδεδεμένος με τον οπλαρχηγό της επανάστασης του '21 Πρέντζα, που ήταν εκείνος ο οποίος κατασκεύασε το παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας. Λεγόταν μάλιστα και Παναγιά του Πρέντζα. Πάντως για την προέλευση του ονόματος Καπνικαρέα υπάρχουν τρεις εκδοχές. Η πρώτη λέει ότι οφείλεται στον κτήτορα του ναού που ήταν ο συλλέκτης του «καπνικού φόρου» (ενός φόρου που επιβαλόταν επί των κατοικημένων οικοδομών, δηλαδή επί εκείνων των κτισμάτων που η καπνοδόχος τους κάπνιζε) και είναι μάλλον η πιθανότερη, η δεύτερη υποθέτει πως το όνομα δώθηκε στην εκκλησία όταν μετά από τον εμπρησμό της Αθήνας που πραγματοποίησαν οι τούρκοι στα 1690 βρέθηκε η εικόνα της Παναγίας ακέραιη μέν, αλλά καπνισμένη. Η τρίτη εκδοχή όμως είναι πιο ενδιαφέρουσα καθώς θεωρεί πως ο όρος είναι παραφθορά του παλαιότερου ονόματος της εκκλησίας που ήταν «Καμουχαρέα» προερχόμενο από τη λέξη «καμουχά» που σήμαινε στα βυζαντινά χρόνια τα χρυσοποίκιλτα υφάσματα. Ονομάστηκε έτσι ή γιατί η εικόνα της Παναγίας ήταν περιβεβλημένη από τέτοιο ύφασμα ή διότι πολλά εργαστήρια τέτοιων υφασμάτων υπήρχαν άλλοτε εκεί γύρω. Άλλωστε ακόμη και σήμερα η περιοχή διαθέτει πλήθος εμπορικών και εργαστηρίων με αντικείμενο τα υφάσματα, διατηρώντας έτσι μια συνέχεια στον ιστορικό ρόλο της οδού Ερμού, μέσα στο πλέγμα των εμπορικών, οικονομικών και κοινωνικών δομών της πόλης που σημασιοδοτούν τις λειτουργίες των ιστορικών της δρόμων. Αυτού του είδους η συνέχεια δεν είναι κάτι που απαντάται συχνά στην Αθήνα, που μάλλον περισσότερο φημίζεται για τις -ενίοτε τραγικές- αλλαγές χρήσης και φυσιογνωμίας των δρόμων και των συνοικιών της παρά για την συνέχειά τους...



(συνεχίζεται...)

10 Οκτ 2011

Οδός Ερμού.

Η Ερμού είναι ο πιο εμβληματικός δρόμος της Αθήνας. Δεν είναι η Σταδίου με τον Κολοκοτρώνη της, ούτε η Πανεπιστημίου με την αρχιτεκτονική της, δεν είναι η Συγγρού με θέα θάλασσα, νυχτερινές πίστες και μεγάλες ταχύτητες στην κάθοδο. Δεν είναι η Πατησίων με τα καταστήματα και την ψευδαίσθηση παρισινού βουλεβάρτου, ούτε η Αθηνάς που επίσης βλέπει Ακρόπολη, θυμίζει παζάρι στην παλιά Βαγδάτη και τραγουδήθηκε απ’ τον Χατζιδάκι. Δεν είναι η Σόλωνος με τα βιβλιοπωλεία της, ούτε η Ακαδημίας με τη Λυρική Σκηνή. Τόσο εμβληματικές δεν είναι καν οι πλατείες της πόλης. Η Ομόνοια, η Κάνιγγος και το Σύνταγμα - που όπως οι περισσότερες πλατείες στις πρωτεύουσες - έχουν ζήσει μερικές δεκάδες εξεγέρσεις, κινήματα, λαοσυνάξεις και ανατροπές. Είναι η Ερμού, διότι μόνη της διασχίζει από πάνω έως κάτω όλη την νεοελληνική κοινωνική διαστρωμάτωση, από το μοντέρνο στο παραδοσιακό, από το εμβριθές στο πρόχειρο και κυρίως από το πλούσιο στο φτωχό.




Η Ερμού είναι ένας δρόμος φτιαγμένος επί τούτου, σχεδιασμένος επί χάρτου. Υπήρξε ο προβλεπόμενος εμπορικός δρόμος στα πρώτα ρυθμιστικά πολεοδομικά σχέδια της Αθήνας, εκεί λίγο πριν τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν προετοιμαζόταν να γίνει η πόλη πρωτεύουσα του κράτους. Εδώ θα συγκεντρωνόταν ο κύριος όγκος της εμπορικής δραστηριότητας των αθηναίων και τα ανάλογα καταστήματα. Γι αυτό άλλωστε και βαφτίστηκε με το όνομα του Ερμή, του ολύμπιου θεού του εμπορίου και του κέρδους, του κερδώου Ερμή. Ο Ερμής, του Ερμού κατά την καθαρευουσιάνικη εκδοχή που διατηρείται ακόμη και σήμερα, όπως και άλλα τελευταία δείγματα την καθαρεύουσας των προηγούμενων αιώνων σε διάφορες ονομασίες δρόμων. Η Βασιλίσσης Σοφίας, είναι ακόμη η «Βασιλίσσης» και όχι η «Βασίλισσας» Σοφίας, η Ευριπίδου και η Σοφοκλέους δεν είναι η «Ευριπίδη» και η «Σοφοκλή» και φυσικά η οδός «Ερμού» είναι η οδός «Ερμού» και όχι η οδός «Ερμή».



Εδώ στεγάζεται κοντά δυο αιώνες τώρα ο καταναλωτισμός των νεοελλήνων. Εδώ από τα χρόνια του Όθωνα και ύστερα ήρθαν να εγκατασταθούν εμπορικοί οίκοι «γηγενών» ή «επυλίδων» και να δώσουν την πρώτη μεγάλη κοινωνική μάχη της χώρας. Αυτή ανάμεσα στους πολίτες του πρώτου ελληνικού κράτους που έρχονταν στην πρωτεύουσα από το εσωτερικό, Μοριάς, Ρούμελη, Κυκλάδες κατά κύριο λόγο και στους έλληνες της διασποράς που ερχόμενοι από μεγάλα αστικά κέντρα της Ευρώπης όπως η Μασσαλία και η Βιέννη και της κοντινής μας Ανατολής όπως η Κωνσταντινούπολη ή η Αλεξάνδρεια, διεκδικούσαν τη συμμετοχή τους στην οικονομική ζωή του νέου κράτους. Οι αλήθεια είναι πως οι «ντόπιοι» τα εύρισκαν σκούρα με τον ανταγωνισμό των «φερτικών» που κουβαλούσαν πολλαπλάσια εμπειρία από τις αγορές των εμπορευματικά προηγμένων χωρών μέσω των οποίων έφταναν στην Ελλάδα, μια χώρα που σχεδόν μόλις έβγαινε από την οικονομία του αντιπραγματισμού και της συναλλαγής τύπου «σου δίνω πέντε οκάδες φασολάκια, δώσε μου ένα ζευγάρι τσαρούχια...».


(συνεχίζεται...)