6 Φεβ 2012

Οδός Ερμού (4ο μέρος).

Η «ερμαϊκή οδός» στη συμβολή της με την «αιολική οδό» φιλοξένησε για πολλές δεκαετίες το πιο εμβληματικό καφενείο της Ελλάδας του 19ου αιώνα. Η ιστορία του ξεκινάει στα 1836, ιδρυτής και ιδιοκτήτης ένας ιταλός ονόματι Birindarelli, το δε όνομα αυτού «Bella Grecia», που δεν θα αργήσει να μετατραπεί επί το ελληνικότερον σε «Ωραία Ελλάς». Δεν είναι το πρώτο καφενείο της πόλης. Έχει προηγηθεί λίγο νωρίτερα το «Πράσινο Δένδρο», λίγο πιο κάτω, στην Ιερά Οδό, σχεδόν στη συμβολή της με την Πειραιώς. Η «Ωραία Ελλάς» είναι το καφενείο των προοδευτικών, αντίθετα το «Πράσινο Δένδρο» έχει πιο συντηρητικούς, φιλοβασιλικούς κυρίως, θαμώνες. Στο πρώτο υπάρχει τραπέζι μπιλιάρδου (το μοναδικό τότε στην Αθήνα) και οι επισκέπτες του παίζουν το νεωτεριστικό αυτό παιχνίδι, που εν μέρει παραπέμπει στις γαλλικές προοδευτικές ιδέες και την Γαλλική Επανάσταση. Στο δεύτερο οι πελάτες του δοκιμάζονται σε ένα πιο παραδοσιακό γύμνασμα, στην τοξοβολία, πίσω στην αυλή του καφενείου.


Στην «Ωραία Ελλάδα», όπως χαρακτηριστικά παρουσιάζεται στην γνωστή λιθογραφία που αναπαριστά τον χώρο, συγκεντρώνεται όλη η αντίφαση μιας υπό κατασκευή ακόμη πόλης, που από ανατολίτικο κέντρο (διότι χωριό με την ταπεινή έννοια του όρου η Αθήνα δεν υπήρξε ουδέποτε) προσπαθεί να μεταλλαχθεί σε δυτική πρωτεύουσα. Σε διπλανά τραπέζια φραγκοφορεμένοι και φουστανελάδες, στρατιωτικοί και παιδιά για τα θελήματα, λόγιοι, έμποροι, αγωνιστές του ‘21, ιταλοί καρμπονάροι κυνηγημένοι από τις βασιλικές εξουσίες της Ευρώπης, νεοφερμένοι έλληνες από τη Δύση, τη Ρωσία, την Αίγυπτο ή την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Στην «Ωραία Ελλάδα» φτιάχνεται ο πυρήνας του νεοελληνικού προοδευτισμού που την εποχή εκείνη εκφράζεται κυρίως με τα αντιοθωνικά και κατ’ επέκταση αντιβαβαυρικά και αντιβασιλικά αισθήματα των νέων, φοιτητών ως επί το πλείστον που συχνάζουν στο καφενείο.

Εδώ θα συγκεντρωθούν τον Μάιο του 1859 οι διαδηλωτές που θα καταλάβουν το Πανεπιστήμιο στην διάρκεια των «σκιαδικών» γεγονότων, στα οποία πρωταγωνιστούν οι «σκιαδιστές», που δεν είναι άλλοι από εκείνους που φορούν τα κλασικά ελληνικά ψάθινα καπέλα, τα «σκιάδια». Μ’ αυτά είχαν ταυτιστεί οι φιλελεύθεροι νέοι που ακολουθώντας τη συμβουλή του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή, δόκιμου λόγιου της εποχής και υπουργού εξωτερικών, για να βοηθήσουν την ελληνική οικονομία και την ελληνική παραγωγή, αντί να φορούν δυτικότροπα καπέλα εισαγωγής, προτιμούσαν τα ελληνικά «ψαθάκια», που κατασκευάζονταν κατά κύριο λόγο στη Σίφνο, τα λεγόμενα στην καθαρεύουσα της εποχής «σκιάδια».

Το άλλο προσωνύμιο των «σκιαδιστών» ήταν «γαριβαλδινοί» καθώς κι εκείνοι, όπως σχεδόν όλοι οι προοδευτικοί ευρωπαίοι, ταυτίζονταν με τους ιταλούς πατριώτες που υπό την στρατιωτική ηγεσία του Giuseppe Garibaldi, μάχονταν για την απελευθέρωση της Ιταλίας από τον ζυγό των Βουρβώνων στον νότο και των αυστριακών στο βορρά. Γι αυτό άλλωστε οι φιλοβασιλικοί θαμώνες του «Πράσινου Δένδρου» αποκαλούντο «αυστριακοί». Λέγεται πως αφού ο Όθωνας όρκιζε νέα κυβέρνηση συνήθιζε να βγαίνει περίπατο με την Αμαλία στην οδό Ερμού, περνώντας πάντα έξω από την «Ωραία Ελλάδα» σε ένα άτυπο τεστ δημοτικότητας των επιλογών του. Εάν ο κόσμος του καφενείου έβγαινε έξω από το κατάστημα για να χειροκροτήσει και να ζητοκραυγάσει το βασιλικό ζεύγος, φαινόταν ότι ενέκρινε την νέα κυβέρνηση. Εάν παρά την παρουσία άνακτος και ανάσσης συνέχιζε να κάθεται στα τραπέζια με καφέ ή ούζο, σήμαινε πως αποδοκίμαζε το «καινούριο κυβερνητικό σχήμα», όπως θα λέγαμε σήμερα.

Αυτά βεβαίως στην αρχή της οθωνικής περιόδου. Στα ύστερα χρόνια της βασιλείας του ο Όθων δεν θα μπορούσε ούτε καν να διανοηθεί πως θα περάσει πεζός ή χωρίς ευάριθμη συνοδεία ασφαλείας έξω από την «Ωραία Ελλάδα». Ήταν άλλωστε οι εποχές όπου τα όργανα του κατασταλτικού μηχανισμού των ανακτόρων μπορούσαν να ξυλοφορτώνουν όποιον βάδιζε ανύποπτος στον δρόμο, μόνο και μόνο επειδή φορούσε «σκιάδιον».



Στην «Ωραία Ελλάδα» λειτούργησε και το πρώτο άτυπο χρηματιστήριο της Αθήνας. Όχι στο πατάρι του καφενείου όπως εσφαλμένα λέγεται μερικές φορές. Απλώς στον πρώτο όροφο του κτηρίου, επί του οποίου στο ισόγειο στεγαζόταν η «Ωραία Ελλάς», είχε ιδρυθεί η λέσχη των εμπόρων της πόλης. Στην αρχή λειτουργούσε ως λέσχη με καθαρά ψυχαγωγικό χαρακτήρα, αλλά σιγά-σιγά παγιώθηκε και η χρήση της ως χώρου εμπορικών συναλλαγών και αγοραπωλησιών. Εκεί άρχισαν να μεταπωλούνται και τα πρώτα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, καθώς επίσης και περιορισμένος αριθμός μετοχών της Εθνικής Τράπεζας, κάποιων μικρότερων τραπεζών που έκλεισαν γρήγορα, ορισμένων ναυτιλιακών εταιριών και άλλων βιοτεχνικών ή μικρών βιομηχανικών επιχειρήσεων.

Πολλές φορές ο κόσμος που μαζευόταν για να διαπραγματευτεί, να αγοράσει ή να πουλήσει μετοχές και «ομολογίες» ήταν τόσος πολύς που δεν χωρούσε στη λέσχη. Έτσι οι συναλλαγές μεταφέρονταν κάτω στο καφενείο ή ακόμα και στον δρόμο. Κάτι τέτοιο συνέβη γύρω στα μισά της δεκαετίας του 1870, όταν οι αθηναίοι -και οι υπόλοιποι έλληνες- καταλήφθηκαν από την φρενίτιδα των μεταλλίων και αγόραζαν με πάθος μετοχές μεταλλευτικών εταιριών, κυρίως δε εκείνες των μεταλλείων του Λαυρίου μέσω των οποίων ο τραπεζίτης Ανδρέας Συγγρός έστησε την πρώτη χρηματιστηριακή φούσκα της ιστορίας του νεοελληνικού κράτους και έκανε τον μεγάλο μας στυλίστα Εμμανουήλ Ροΐδη (που κι ο ίδιος είχε χάσει τις οικονομίες του στην ίδια υπόθεση) να γράψει πως μία λίρα του Συγγρού «απαρτίζεται εκ των ακολούθων στοιχείων: Δάκρυον ορφανού 0,02 ,Στεναγμοί χήρας 0,01 ,Πείνα συνταξιούχου 0,01, Εύνοια Τούρκου 0,03, Ελαστικότης κώδικος 0,05, Νωθρότης εισαγγελέως 0,03,Ευήθεια μετόχου 0,85». Μας θυμίζει τίποτα πιο πρόσφατο; Ποιος ξέρει, πάντως η οδός Ερμού είναι ακόμα στη θέση της...





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου