11 Οκτ 2011

Οδός Ερμού (2ο μέρος)

Η Ερμού ξεκινά από το Σύνταγμα και καταλήγει στο Γκάζι. Για όποιον θυμάται την Αθήνα δυο-τρεις δεκαετίες πριν, αυτή και μόνο η χάραξη μοιάζει να έγινε επί τούτου για να διατρέχει όλη την κοινωνική και οικονομική διαστρωμάτωση της πόλης.




Είναι τόσο κοντά στην Ακρόπολη και ακουμπά τόσο πάνω στον Κεραμεικό που είναι σίγουρα συνδεδεμένη με την κλασική αρχαιότητα, αν και δεν είναι από τους δρόμους εκείνους, όπως η Πειραιώς ή η Ιερά Οδός που υπήρχαν και στα χρόνια του Περικλή. Είναι όμως συνδεδεμένη και με την μεταγενέστερη βυζαντινή παράδοση που στην Αθήνα (για την οποία θεωρείται εσφαλμένα πως ήταν εξόχως ασήμαντη επί βυζαντινών, φράγκων και οθωμανών - κάθε άλλο) εκφράζεται κυριότατα με εκκλησίες και μοναστήρια. Ένα από τα πιο συμβολικά βυζαντινά εκκλησάκια της πόλης βρίσκεται πάνω ακριβώς στην Ερμού. Η Καπνικαρέα, που σήμερα ανήκει στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία, χτισμένη τον 11ο αιώνα στη θέση παλαιότερου ναού που είχε ιδρύσει εκεί η νιοστή επιφανής βυζαντινή που έφερε το όνομα Ευδοκία, η Ευδοκία η Αθηναία, σύζυγος του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Μικρού. Γι αυτό και στην αθηναϊκή παράδοση ονομάζεται η εκκλησία της Βασιλοπούλας. Φαίνεται πως κι αυτός, ο πρώτος ναός που ανήγειρε η Ευδοκία, χτίστηκε πάνω σε ερείπια κάποιου άλλου αρχαίου ναού της κλασικής ή -το πιθανότερο- της ρωμαϊκής περιόδου, αφιερωμένου στην Αθηνά ή στην Δήμητρα. Πράγματι στον ναό βρίσκονται ενσωματωμένα αρχαία οικοδομικά στοιχεία, ρωμαϊκά κιονόκρανα, γλυπτά και επιγραφές. Ο ίδιος ο τρούλος του κτίσματος που ο αρχικός του ρυθμός είναι σταυροειδής μετά τρούλου, στηρίζεται σε τέσσερις κίονες με ρωμαϊκά κιονόκρανα. Αργότερα στη βόρεια πλευρά προστέθηκε παρεκκλήσι, επίσης με τρούλο, αφιερωμένο στην Αγία Βαρβάρα, ενώ πολύ μεταγενέστερη είναι η προσθήκη εξωνάρθηκα. Ο Φώτης Κόντογλου έχει ιστορήσει την εικόνα της Παναγιάς της Πλατυτέρας των Ουρανών στο ιερό της εκκλησίας, ενώ μαζί με τους μαθητές του έχει επιμεληθεί και την υπόλοιπη εικονογράφηση του ναού.

Η αλήθεια είναι πως η Καπνικαρέα λίγο έλλειψε να κατεδαφιστεί στα χρόνια του Όθωνα. Ήταν η εποχή που η Αθήνα προσπαθούσε να αποβάλει από πάνω της ο,τιδήποτε έμοιαζε μη συμβατό με το κλασικό της παρελθόν (όπως οι βυζαντινές εκκλησίες) ή με την ευρωπαϊκή της προοπτική (όπως οι "ανατολίτικοι" φοίνικες της πόλης που ξεριζώθηκαν σωρηδόν). Άλλωστε δεν είχε προλάβει ακόμη ο επίσημος ιστορικός του νεοελληνικού κράτους, ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, να συνδέσει το Βυζάντιο με την ελληνική παράδοση, σχεδόν να το βαφτίσει ελληνικό. Έτσι κάθε βυζαντινό απομεινάρι δεν περιποιούσε ιδιαίτερη τιμή στην πόλη και χάριν εξωραϊσμού έπρεπε να εξαλειφθεί. Το λίγα βυζαντινά εκκλησάκια (από τα πάρα πολλά που υπήρχαν) που σώθηκαν τελικώς το οφείλουν σε εξωτερικές παρεμβάσεις ή σε φωτισμένους αρχιτέκτονες όπως ο Λύσανδρος Καυταντζόγλου, που παρ' ότι κλασικιστής έως μυελού οστέων έδωσε μάχη για να σωθούν ορισμένα τυπικά δείγματα εκκλησιαστικής βυζαντινής αρχιτεκτονικής στην Αθήνα. Η Καπνικαρέα πάντως επιβίωσε χάρη σε παρέμβαση του -επίσης μορφωμένου και ευαίσθητου περί τα αισθητικά ζητήματα- πατέρα του Όθωνα και βασιλιά της Βαυαρίας, Λουδοβίκου. 



Μέχρι και τα χρόνια του 19ου αιώνα ο ναός ήταν συνδεδεμένος με τον οπλαρχηγό της επανάστασης του '21 Πρέντζα, που ήταν εκείνος ο οποίος κατασκεύασε το παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας. Λεγόταν μάλιστα και Παναγιά του Πρέντζα. Πάντως για την προέλευση του ονόματος Καπνικαρέα υπάρχουν τρεις εκδοχές. Η πρώτη λέει ότι οφείλεται στον κτήτορα του ναού που ήταν ο συλλέκτης του «καπνικού φόρου» (ενός φόρου που επιβαλόταν επί των κατοικημένων οικοδομών, δηλαδή επί εκείνων των κτισμάτων που η καπνοδόχος τους κάπνιζε) και είναι μάλλον η πιθανότερη, η δεύτερη υποθέτει πως το όνομα δώθηκε στην εκκλησία όταν μετά από τον εμπρησμό της Αθήνας που πραγματοποίησαν οι τούρκοι στα 1690 βρέθηκε η εικόνα της Παναγίας ακέραιη μέν, αλλά καπνισμένη. Η τρίτη εκδοχή όμως είναι πιο ενδιαφέρουσα καθώς θεωρεί πως ο όρος είναι παραφθορά του παλαιότερου ονόματος της εκκλησίας που ήταν «Καμουχαρέα» προερχόμενο από τη λέξη «καμουχά» που σήμαινε στα βυζαντινά χρόνια τα χρυσοποίκιλτα υφάσματα. Ονομάστηκε έτσι ή γιατί η εικόνα της Παναγίας ήταν περιβεβλημένη από τέτοιο ύφασμα ή διότι πολλά εργαστήρια τέτοιων υφασμάτων υπήρχαν άλλοτε εκεί γύρω. Άλλωστε ακόμη και σήμερα η περιοχή διαθέτει πλήθος εμπορικών και εργαστηρίων με αντικείμενο τα υφάσματα, διατηρώντας έτσι μια συνέχεια στον ιστορικό ρόλο της οδού Ερμού, μέσα στο πλέγμα των εμπορικών, οικονομικών και κοινωνικών δομών της πόλης που σημασιοδοτούν τις λειτουργίες των ιστορικών της δρόμων. Αυτού του είδους η συνέχεια δεν είναι κάτι που απαντάται συχνά στην Αθήνα, που μάλλον περισσότερο φημίζεται για τις -ενίοτε τραγικές- αλλαγές χρήσης και φυσιογνωμίας των δρόμων και των συνοικιών της παρά για την συνέχειά τους...



(συνεχίζεται...)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου