5 Ιαν 2009

Τρεις Μέρες στη Μακεδονία

Βρέχει, πάλι βρέχει, όλο βρέχει γενικώς δηλαδή. Στο δρόμο κατά διαστήματα ρίχνει με το καντάρι, βρέχει και διόδια, χαλάζι διοδίων πραγματικό. Είχα οκτώ μήνες- ίσως και λίγο παραπάνω- να κάνω τη διαδρομή μέχρι τη Θεσσαλονίκη, εν ολίγοις τη τελευταία φορά που πέρασα ήταν με το παλιό «διοδιακό» σύστημα που -με βάση έναν πρόχειρο από μνήμης υπολογισμό- στοίχιζε περίπου το μισό από το ισχύον τώρα. Α! Θα το λησμονούσα, τα διόδια τα εκμεταλλεύονται πλέον ιδιώτες και οι εποχούμενοι ΠΡΟ-πληρώνουν. Τι ΠΡΟ-πληρώνουν; Μα φυσικά τους δρόμους που ΘΑ φτιάξουν οι ιδιώτες. Ωραίο ε; Για μεγάλο ρίσκο η επένδυσή τους λέμε! Δηλαδή γιατί δεν τα έδωσαν και σε ’μένα; Κι εγώ αν ΠΡΟ-πληρωνόμουν τους δρόμους που ΘΑ φτιάξω, θα τους έφτιαχνα κάποτε ...του κερατά...
Οι υπάλληλοι του παλιού καλού Ταμείου Εθνικής Οδοποιίας, δηλαδή κάτι αγενέστατοι και αμίλητοι μουντρούχοι που δεν σε χαιρετούσαν καν όταν πλήρωνες τα διόδια, έχουν εξαφανιστεί. Ή έχουν μεταλλαχθεί σε ευγενέστατες κουκλάρες εισπρακτόρισσες που σε καλησπερίζουν και σου εύχονται καλό δρόμο.



Στο μεταξύ συνεχίζει να βρέχει στα Βαλκάνια, διότι μία που πέρασες τα Τέμπη, μία που μπήκες στα Βαλκάνια. Μέχρι εδώ το τοπίο είναι μεσογειακό. Από εδώ και πάνω ταινία του Teo Angelopoulos. Το Λιβάδι που Διψούσε ή Πεινούσε ή Μιλούσε ή μάλλον που Δακρύζει, Το Μετέωρο Βήμα του Πελαργού, Μια Αιωνιότητα και Μια Μέρα, ο Κατράκης με ξεκούμπωτο παλτό, ο Mastroianni με τζάκετ, ο Χάρβει Καϊτέλ με αδιάβροχο και το τοπίο ανοιχτό, θλιμμένο και υγρό. Η βαλκανική μελαγχολία ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων.
Η Θεσσαλονίκη είναι κι αυτή υγρή. Γλιστράει η άσφαλτος και τα πεζοδρόμια κοντά στο λιμάνι. Ψιλόβροχο, κατά διαστήματα εντονότερο, αλλά πάντα εκνευριστικό. Τουλάχιστον ας σταματήσει την ώρα του αγώνα. Η Αριστοτέλους όμως έχει κόσμο και είναι στολισμένη επί το εορταστικόν. Παραδόξως δεν έχει καεί τίποτα. Ούτε το φωτεινό καραβάκι. Οι κουκουλοφόροι χωρίς κουκούλα στην Αθήνα υπήρξαν πιο αποτελεσματικοί. Από τον παρκαδόρο μαθαίνουμε ότι κάποια φασαρία -με τους κουκουλοφόρους χωρίς κουκούλα- γίνεται προς το Πανεπιστήμιο ή έτσι άκουσε τέλος πάντων. Στους τοίχους παίζουν συνθήματα. Το καλύτερο, γωνία Κομνηνών και Νίκης: «Φέτος να πείτε χρόνια πολλά στον Αλέξη».



Ο ταξιτζής μόλις ακούει Τούμπα δυσανασχετεί. Όλοι οι ταξιτζήδες στην Θεσσαλονίκη δυσανασχετούν, πάντα, ό,τι και ν΄ακούσουν. Επίσης όλοι οι ταξιτζήδες στη Θεσσαλονίκη πηγαίνουν με κατεβασμένη σημαία. Πάντα. Τέλος όλοι οι ταξιτζήδες στη Θεσσαλονίκη ψάχνουν για τριπλή κούρσα. Πάντα...
Έξω από το γήπεδο κάποιοι που μοιάζουν Τσιγγάνοι κάθονται στο πεζοδρόμιο και πίνουν από μια «Μαλαματίνα» πριν μπουν μέσα για το παιχνίδι. Ορισμένοι δυσανασχετούν που τους βλέπουν, εγώ πάλι για κάτι τέτοια συμπαθώ τον ΠΑΟΚ.
Για όσους πίνουν ρετσίνα πριν το ματς, για κάτι έφηβους μονίμως αδικημένους που κατεβαίνουν από τη Σίνδο και μπαίνουν στο 14 για να φτάσουν στην Τούμπα τραγουδώντας μελωδικά και αθυρόστομα συνθήματα, για έναν τσαμπουκά περιφερόμενο και συχνά αυτοκαταστροφικό, γιατί ως γνωστόν όλοι οι γαύροι κάπου μέσα μας συμπαθούμε τον ΠΑΟΚ αν και κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει πως τα αισθήματα είναι αμοιβαία...
Στο μεταξύ φτάνουν τα μαντάτα από το παιχνίδι του Ολυμπιακού. Ισοπαλία. Γελάν και τα μουστάκια των ΠΑΟΚτζήδων που χάσαμε βαθμό. Άει σιχτίρ «τουρκόγυφτοι» σκέφτομαι και νά ’ταν κι άλλη η συμπάθεια...



Το βράδυ ο «μεζεδοπωλείος» βάζει κράτει στην παραγγελία:
_Φτάνει παιδιά, είναι υπεραρκετά. Αν θέλετε και συνέχεια αργότερα, εδώ είμαστε.
Ανάμεσα σε κάτι πίττες Καισαρείας, κάτι κοπανιστές, κάτι έτσι, κάτι αλλιώς ζεις τη γνωστή Καρντασούπολη ό,τι πρέπει για μερικές δεκάδες μονάδες χοληστερίνης παραπάνω. Καθαρή ποίηση!!!
Αργότερα στον «Θερμαϊκό» θέλω να πιω μόνο μια σόδα, αλλά παραγγέλνω κόκκινο κρασί. Πολύ ξηρό ήταν!
Από εδώ πάμε με τα πόδια στο σπίτι. Τι μεγαλείο κι αυτό της Θεσσαλονίκης! Το μόνο πραγματικό της αστικό προσόν: κατοικημένο κέντρο, μεγάλη υπόθεση!




Το πρωινό της Κυριακής είναι (κοίτα σύμπτωση...) βροχερό. Αυτό δεν εμποδίζει τον κόσμο να βγει για καφέ έξω. Πίνω ένα τσάι στο Ναυαρίνο. Πράσινο τσάι. Κοιτάω γύρω τις πιο συμπαθητικές φάτσες της πόλης. Περπατάω κάτω από μια ομπρέλα μέχρι τον Λευκό Πύργο κι ύστερα στρίβω δεξιά και βαδίζω δίπλα στη θάλασσα. Πολύ λίγο μακριά, μόλις έξω απ’ το λιμάνι, αγκυροβολημένο ένα φορτηγό (κι άλλα ακόμη πιο πέρα) γεμάτο κοντέινερ που προεξέχουν σε σημαντικό ύψος πάνω απ’ το κατάστρωμα. Κάποιος ρωτάει τι θα γίνει σε περίπτωση που πέσει σε θαλασσοταραχή. Ένας σαν και ‘μένα με δύο χρόνια σχολή εμποροπλοιάρχων στο βιογραφικό του θα έπρεπε να έχει κάτι να απαντήσει. Δεν ξέρω. Ή τουλάχιστον δεν θυμάμαι. Η θάλασσα κι ο ουρανός έχουν το ίδιο χρώμα. Φαιό κυανούν ή περίπου έτσι η επίσημη ονομασία του, γκρι-μπλε για να καταλαβαινόμαστε. Αυτό το θυμάμαι. Πάντα αυτό το χρώμα είχε η θάλασσα στη Θεσσαλονίκη. Το έβλεπα όταν ερχόμουν με των 11:20, υπερταχεία ή κάποιος παρεμφερής ευφημισμός. Φορτωμένο το παπί στο τρένο - κάποτε το κατέβασαν στη Λάρισα από λάθος και το έφεραν στην Θεσσαλονίκη Κυριακή μεσημέρι-ίσα ίσα για να το φορτώσω πάλι πίσω και να επιστρέψω. Κάναμε βόλτες στην πόλη με την «Ε.» και την ανόητη ιδέα της-που της είχαν σφυρίξει στο φροντιστήριο- να δηλώσει τις σχολές με σειρά βάσης της κάθε μίας. Μπήκε στη Θεσσαλονίκη, ενώ θα έπρεπε να έχει μπει στην Πάτρα. Λιγότερα απ’ τα μισά χιλιόμετρα απόσταση.
Από τότε θυμάμαι το χρώμα της θάλασσας και το κρύο. Το κρύο το συνήθισα, αργότερα έφτασα πολύ πιο βόρεια και το συνήθισα. Το φαιό κυανούν της θάλασσας ποτέ.
Τώρα πλέον μεγαλώσαμε αμφότεροι. Κι εγώ κι ο Ο.Σ.Ε.
Εγώ ταξιδεύω με το αυτοκίνητό μου κι εκείνος έγινε Ανώνυμη Εταιρία και δεν φορτώνει μηχανάκια στα επιβατηγά. Η «Ε.» άλλωστε δεν μένει πια εδώ...
Ανέβηκα στο αμάξι να πάω για Καβάλα...

H Εγνατία κατασκευάζεται ακόμα. Με ρυθμούς γοργούς ή όχι δεν μπορώ να κρίνω. Φαίνεται μεγάλο έργο πάντως. Το σοβαρό όνομά της είναι Α2, το δε ευρωπαϊκό αυτής Ε90. Έτσι για αλλαγή βρέχει. Περνώ δίπλα από λίμνες που μοιάζουν με θάλασσες, αλλά -για πρώτη φορά- παρατηρώ ότι το φαιό είναι πιο πολύ από το «κυανούν» κι αυτό τις ξεχωρίζει από την κανονική θάλασσα, όσο γκρι κι είναι εκείνη.
Επιβεβαιώνω στον χάρτη: Λίμνη Λαγκαδά και Λίμνη Βόλβη. Ειδικώς η δεύτερη είναι τεράστια. Σε κάνει να αμφιβάλεις για την ταυτότητά της. Μήπως βλέπω θάλασσα; Πράγματι είναι λέει η δεύτερη μεγαλύτερη της Ελλάδας με 68 τετραγωνικά χιλιόμετρα εμβαδόν. Λίγο μετά η Εγνατία μας σώθηκε κι έδωσε στη θέση της στην παλιά παραδοσιακή (και εφιαλτική ως συνήθως) επαρχιακή δημοσιά. Προσωρινώς βεβαίως διότι ξαναζωντάνεψε περίπου δέκα χιλιόμετρα πριν τη Καβάλα. Η δε Καβάλα είναι υπέροχη!!!

Είναι μεγάλη-η Καβάλα- είναι αμφιθεατρική, είναι όμορφη. Με γλυκά σπίτια, μια παλιά πόλη κι ένα φωτισμένο κάστρο. Έχει προσηνείς και όμορφους ανθρώπους.
Είναι κυρίως και πρώτα απ’ όλα αυτό: μεσογειακή κι ανατολίτικη, δηλαδή ζεστή και φωτεινή. Καμιά σχέση με την βαλκανική μελαγχολία της υπόλοιπης Μακεδονίας. Λίγα χιλιόμετρα πριν την Καβάλα σταμάτησε να βρέχει, λίγα χιλιόμετρα μετά, ξανάρχισε. Την είπανε Νεάπολη στους αρχαίους χρόνους., ύστερα Χριστούπολη («εάλω η χριστόνυμος πόλις» λέει ένα μεσαιωνικό χρονικό) και τέλος Καβάλα.
Εδώ γεννήθηκαν μια σειρά λογοτέχνες και καλλιτέχνες. Λογικό αφού μεγάλωσαν μέσα στην ομορφιά.
Όμως ο σημαντικότερος καβαλιώτης υπήρξε ο Μεχμέτ Αλί, του οποίου το σπίτι ακομπλεξάριστα -ευτυχώς- διαφημίζεται με ειδικές επιγραφές για τους επισκέπτες που θέλουν να το δουν. Ο Μεχμέτ Αλί, δηλαδή αυτός που έχουμε συνηθίσει να λέμε Μοχάμεντ Άλι, αντιβασιλέας και ουσιαστικά απόλυτος ηγεμόνας της Αιγύπτου, θετός πατέρας του Ιμπραήμ Πασά και πολιτική προσωπικότητα διεθνούς βεληνεκούς στα χρόνια του. Εκπρόσωπος μιας ακμάζουσας κάποτε εδώ μουσουλμανικής κοινότητας, που μαζί με την ελληνική και την εβραϊκή έδιναν ζωή στο σημαντικό λιμάνι της πόλης.
Από το ’23 και μετά, με τους ανταλλάξιμους της συνθήκης της Λωζάνης η πόλη γέμισε πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο που δεν μπορούσαν να ζήσουν απ’ τον φτωχό κάμπο της περιοχής και έφευγαν εποχικοί εργάτες γης στις πεδιάδες της Πέλλας , που δούλευαν καπνεργάτες στα πρώτα καπνεργοστάσια και που έφτιαξαν ένα από τα μεγαλύτερα εργατικά κινήματα της Ελλάδας.



Βγαίνοντας από τις δυτικές εξόδους της Θεσσαλονίκης, Σίνδος, Άγιος Αθανάσιος κ.λ.π. βλέπεις ακόμα πρόσωπα που σου θυμίζουν λαϊκούς τραγουδιστές της δεκαετίας του ‘70, αλλά τριάντα χρόνια μεγαλύτερους,. Φατσούλες που είσαι σίγουρος ότι πανηγύρισαν το πρώτο πρωτάθλημα του ΠΑΟΚ στα 1975 ή το Κύπελλο του Hρακλέως (sic) ένα χρόνο αργότερα, ανθρώπους δηλαδή που πρόλαβαν τον Ασλανίδη με μαύρο ακόμα το μουστάκι, με εννοείς;
Επίσης βρίσκεις φτηνά βενζινάδικα.
Η Αλεξάνδρεια είναι ο πρώην «Γιδάς» και όποιος είχε την ατυχέστατη έμπνευση αυτής της μετονομασίας σίγουρα είναι τόσο κακόγουστος που χαίρεται σήμερα ακόμα και με τις πολυκατοικίες που ξεφυτρώνουν εκεί.
Για τα χωριουδάκια γύρω από τα Γιαννιτσά πρέπει να έγραψε ο Σαββόπουλος το «άθλια χωριουδάκια κι ασυνάρτητη επαρχία/ καθετί μισοχωμένο μες τη γη», ενώ στον κάμπο της Κρύας Βρύσης μετέφερε κάποτε το κράτος κάποιους απ’ τους πρόσφυγες που είχαν εγκατασταθεί στην Αριδαία και ρυμοτόμησε με χάρακα το χωριό, τόσο τετράγωνο που θα έκανε τον Γκαουντί ν’ αυτοκτονήσει. Εδώ τελειώνουμε μια δουλίτσα και καθόμαστε για καφέ. Μας σερβίρει ένας άγγελος- γεννημένος κάπου κοντά στο Νοβοσιμπίρσκ υποθέτω...
Πάλι ο Σαββόπουλος, στο «Φορτηγό», είναι εκείνος που έδωσε καλύτερα την αίσθηση της Εθνικής Οδού. Σήμερα η ίδια αίσθηση μένει μόνο σε λίγα σημεία. Οι πευκοβελόνες στην άκρη του καταστρώματος δεν υπάρχουν πια κι η κίνηση από τη γέφυρα της Βαρυμπόμπης κι ύστερα στο ρεύμα εισόδου, είναι απελπιστικά μεγαλύτερη από το 1965...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου